Μεγάλωσα στη θάλασσα και η φτώχεια
ήταν για μένα χλιδή,
ύστερα έχασα τη θάλασσα κι όλη η πολυτέλεια τότε
μου φάνηκε γκριζωπή, η μιζέρια αβάσταχτη.
Από τότε περιμένω.
Περιμένω τα πλοία του γυρισμού, το σπίτι των νερών,
τη διάφανη μέρα.
Κάνω υπομονή, βάζω τα δυνατά μου
να είμαι ευγενικός.
Με βλέπουν να περνώ απ” όμορφους δρόμους
όλο σοφία, θαυμάζω τα τοπία, χειροκροτώ
όπως όλος ο κόσμος, δίνω το χέρι,
κάποιος άλλος μιλά με τη φωνή μου.
Με επαινούν, ονειρεύομαι λίγο, με προσβάλλουν,
μόλις που αντιδρώ.
Ύστερα ξεχνώ και χαμογελώ
σ” εκείνον που με προσβάλλει
ή χαιρετώ με υπερβολική ευγένεια τον άλλο που αγαπώ.
Τι να κάνω όταν δε θυμάμαι παρά μονάχα μια εικόνα;
Με προστάζουν τέλος να τους πω ποιος είμαι.
«Ακόμα τίποτα, ακόμα τίποτα…»
(…) Έτσι, εγώ που δεν έχω τίποτα δικό μου,
που χάρισα την περιουσία μου, που κατασκηνώνω
κοντά σ” όλα μου τα σπίτια, είμαι παρ” όλα αυτά
απόλυτα ευχαριστημένος όταν το θέλω, σαλπάρω
όποτε μου κάνει κέφι, η απελπισία μ” αγνοεί.
Δεν υπάρχει καμιά πατρίδα για τον απελπισμένο,
κι εγώ ξέρω πως η θάλασσα προηγείται
και μ” ακολουθεί, έχω μια τρέλα έτοιμη πάντα.
Εκείνοι που αγαπιούνται και ζουν χωριστά
μπορεί να πονάνε, όμως αυτός ο πόνος
δεν είναι απελπισία: ξέρουν πως η αγάπη υπάρχει.
Να γιατί υποφέρω από την εξορία με μάτια στεγνά.
Περιμένω ακόμα.
Και τέλος έρχεται μια μέρα…
(…) Και μόνοι με τον ορίζοντα.
Τα κύματα έρχονται απ” την αόρατη Ανατολή,
ένα ένα, υπομονετικά.
Φτάνουνε μέχρις εμάς και πάλι υπομονετικά φεύγουν
προς την άγνωστη Δύση, ένα ένα.
Ατέλειωτη πορεία
που δεν άρχισε ούτε τελείωσε ποτέ…
Ποτάμια μικρά και μεγάλα περνούν,
η θάλασσα περνά και μένει.
Έτσι θα “πρεπε ν” αγαπώ, πιστά και φευγαλέα.
Σμίγω με τη θάλασσα.
(1953)
Απόσπασμα από το «Καλοκαίρι» του Αλμπέρ Καμύ.
1 σχόλιο :
Συγκινητική πλην όμως, ρεαλιστική δημοσίευση....
Δημοσίευση σχολίου