Όλα τα όνειρα μπορεί να θρέψει η ελπίδα,
μες την εφήμερη ζωή είναι μια ηλιαχτίδα.
Είναι σαν κείνο το κουτί που είχε η Πανδώρα
για τους ανθρώπους συμφορές ανάθεμα την ώρα
που άνοιξε περίεργη εκείνο το κουτάκι.
Αλλά στο βάθος έκρυβε ολόχρυσο πουλάκι.
Ναι, η ελπίδα ήτανε, τα όνειρα που θρέφει
και μες τις τόσες συμφορές είναι αυτή που γνέφει,
στον άνθρωπο, να σηκωθεί ξανά στα δυο του πόδια
να πάρει θάρρος πως μπορεί παρόλα τα εμπόδια.
Τις μάχες χάνουνε αυτοί που τις εγκαταλείπουν.
Πάν Καρτσωνάκης
Η Πανδώρα (παν + δώρα) είναι αρχετυπική μορφή
της ελληνικής μυθολογίας, όπου αναφέρεται
ως η πρώτη θνητή γυναίκα, αιτία όλων των δεινών
κατά τον Ησίοδο και αντίστοιχη της βιβλικής Εύας.
Οι επωνυμίες Πανδώρα και Ανησιδώρα (αυτή που φέρνει δώρα) αναφέρονται
και στη Δήμητρα, τη θεά της Γης, που λατρευόταν ως «πανδώρα»,
αφού από αυτή τρεφόταν η ανθρωπότητα, όμως πρόκειται για θετικές επωνυμίες
της θεάς και δεν έχουν καμία σχέση με το κύριο όνομα Πανδώρα,
δηλαδή το μυθολογικό πρόσωπο. σύμφωνα με τον Ησίοδο το όνομά της σήμαινε
εκείνη που είναι προικισμένη με όλα τα δώρα από τους θεούς, εκείνην που έχει όλα
τα χαρίσματα.
Μεταγενέστερα θεωρήθηκε ότι ήταν και εκείνη από την οποία εκπορεύονταν
όλα τα δώρα προς τους ανθρώπους, καλά και κακά.
Στη Θεογονία αναφέρει ότι «ο ευγενής γιος του Ιαπετού (ο Προμηθέας)
έκλεψε την ιερή φωτιά και εξοργισμένος ο Δίας έστειλε στους ανθρώπους
ένα μεγάλο κακό — το τίμημα για το ευεργέτημα της φωτιάς.
Ζήτησε από τον Χωλό θεό (τον Ήφαιστο) να πλάσει από τη γη μια παρθένα
και η Αθηνά την έντυσε και τη στόλισε με κοσμήματα και της έβαλε
ένα θαυμαστό πέπλο και στεφάνι στο κεφάλι καθώς και ένα στέμμα χρυσό».
«Οταν ο Δίας κατάλαβε τι είχε κάνει ο Προμηθέας, του είπε
«χαίρεσαι που με γέλασες, αλλά θα βρει μεγάλο κακό εσένα
και όλους τους ανθρώπους και αυτό θα είναι το τίμημα για τη φωτιά που τους έδωσες.
Θα είναι αυτό (το κακό) κάτι που οι άνθρωποι θα χαρούν με την καρδιά τους
ενώ θα αγκαλιάζουν την καταστροφή τους»
Και έβαλε τον Ήφαιστο να πλάσει από άργιλο ένα πλάσμα που να μοιάζει
σε αθάνατη θεά, αλλά να έχει τη φωνή και τη δύναμη ανθρώπου.
Η Αθηνά της έμαθε να υφαίνει και η Αφροδίτη την έκανε ποθητή, ενώ ο Δίας,
όπως αναφέρει ο Ησίοδος, έβαλε τον Ερμή να της δώσει ξεδιάντροπο μυαλό
και πανούργα φύση και να της διδάξει τα ψέματα.
Της δόθηκαν σαν δώρα επίσης τα χαρίσματα της Πειθούς και των Χαρίτων
και ο Ερμής της έδωσε και ομιλία.
Στο τέλος, λέει ο Ησίοδος, την ονόμασαν Πανδώρα επειδή κάθε θεός
της έδωσε κι ένα δώρο, αλλά ήταν βαρύ χτύπημα για τους ανθρώπους
που δουλεύουν για το ψωμί τους (δηλαδή τους θνητούς).
Ύστερα ο Δίας είπε στον Ερμή να παραδώσει την Πανδώρα ως δώρο στον Επιμηθέα,
τον αδελφό του Προμηθέα.
Αυτός δεν αναλογίστηκε τη συμβουλή του αδελφού του «να μη δεχτεί ποτέ δώρο
από τον Ολύμπιο Δία και να το στείλει πίσω επειδή μπορεί να αποδεικνυόταν
βλαβερό για τους ανθρώπους».
Δέχτηκε την Πανδώρα και κατάλαβε το λάθος του όταν πια έγινε το κακό.
Γιατί μέχρι τότε οι φυλές των ανθρώπων που ζούσαν στη γη ήταν μακριά
από τα κακά και τους πόνους και τις νόσους
που «μέσα σε αυτές οι άνθρωποι γερνούν γρήγορα.
Η γυναίκα όμως έβγαλε το μεγάλο πώμα από το πιθάρι και σκόρπισε
όλα αυτά τα κακά φέρνοντας τη θλίψη στους ανθρώπους.»
Μόνο η Ελπίδα έμεινε μέσα στο άθραυστο
μεγάλο πιθάρι και δεν πέταξε έξω
«γιατί την κράτησε εκεί το πώμα
με τη θέληση του Δία και γέμισε η πλάση αρρώστιες
και δυστυχία που έπλητταν στο εξής μέρα νύχτα
τους θνητούς σιωπηρά - γιατί ο Δίας τους είχε πάρει
σοφά τη λαλιά».
Καθώς όλες οι δυστυχίες πλησίαζαν βουβά,
ύπουλα δηλαδή, κανείς δεν μπορούσε να φυλαχτεί
«και να γλιτώσει από το θέλημα του Δία».
Συνοψίζουμε δηλαδή: η Πανδώρα,
σύμφωνα με το μύθο, αποδέσμευσε
και σκόρπισε στην ανθρωπότητα
όλα τα δεινά και τις ασθένειες
που ήταν κρυμμένες σε ένα πιθάρι
το οποίο κατά λάθος καθιερώθηκε
να αναφέρεται ως «κουτί».
Αλλά εκτός από όλα τα δεινά
και τις συμφορές είχε κρυμμένο
και το ολόχρυσο πουλί της ελπίδας.