Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
Με τα βλέμματα στραμμένα στον πρώτο γύρο της εκλογής
νέου αρχηγού, τα μέλη και οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ, παραζαλισμένοι
από μία προεκλογική περίοδο που έκρυβε από Kinder έκπληξη,
μέχρι συντροφικά μαχαιρώματα και δημόσιες, έντονες
αντιπαραθέσεις για ήσσονος σημασίας ζητήματα,
έμειναν τελικά με την απορία: πού είναι η πολιτική;
Κατά τη διάρκεια αυτής της προεκλογικής εκστρατείας, ακούσαμε
πολλά και διάφορα συνθήματα περί επανασύνδεσης με την κοινωνία,
ανακάλυψης για μία ακόμη φορά της αριστεράς, εδραίωσης
μίας νέας, αριστερής ταυτότητας κ.λπ. μα δεν είδαμε ούτε μία
συγκεκριμένη πρόταση, φερ’ ειπείν, για το ποιο μοντέλο
παραγωγής πλούτου θα προκρίνει αυτό το κόμμα για τη χώρα.
Την ίδια στιγμή, έχουν άπειρες, μεγαλεπήβολες προτάσεις
για την ανακατανομή του πλούτου, υπέρ των αδυνάτων.
Με άλλα λόγια, δεν μας λένε πώς και πού θα βρεθεί ο πλούτος
που θέλουν να αναδιανείμουν.
Για πιο σύνθετα προβλήματα της σύγχρονης εποχής, όπως
η κλιματική κρίση, η τεχνητή νοημοσύνη και οι επιπτώσεις της
στην οικονομία, στην κοινωνία και στην ηθική, ούτε λέξη,
λες και αυτά δεν υπάρχουν.
Και φυσικά, κανείς από τους πέντε υποψηφίους
δεν βρήκε να πει μία λέξη για τον πόλεμο
στην Ουκρανία, συντηρώντας τεχνηέντως μια
«ουδέτερη» μα στην ουσία, φιλορωσική στάση.
Βέβαια, αυτά τα προβλήματα απασχολούν τον κόσμο εκτός ΣΥΡΙΖΑ.
Το κομματικό και εκλογικό κοινό του κόμματος της Αξιωματικής
(προς το παρόν) αντιπολίτευσης, είναι απασχολημένο με άλλα,
υψηλότερα και υψιπετή ζητήματα, όπως η επιστροφή
στην εξουσία και ο έλεγχος των αρμών της.
Γαλουχημένο στη βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία,
αυριανιστική παράδοση, το κοινό αυτό, αναζητά έναν υποψήφιο,
ο οποίος θα μπορεί «να νικήσει τον Μητσοτάκη».
Έχουμε δηλαδή, μια αντίστροφη περίπτωση εκείνης του 1985,
όταν η ΝΔ έψαχνε κάποιον για να νικήσει τον Α. Παπανδρέου.
Δεν ενδιαφέρεται ούτε για την οικονομία, τη δομή
και τα προβλήματά της, ούτε για το πως θα μειωθούν
οι κοινωνικές ανισότητες, τις οποίες επικαλείται
δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν.
Εκείνο που το ενδιαφέρει είναι το κουβέρνο, η νομή
του κρατικού μηχανισμού, η διαιώνιση της δουλοπαροικίας
της κοινωνίας - δουλοπάροικου στα χέρια
της δημοσιουπαλληλικής γραφειοκρατίας, η επιβολή
ενός συστήματος ελέγχου της κοινής γνώμης μέσω
«φίλιων» ΜΜΕ και του διαδυκτιακού παρακράτους.
Παρατηρώντας τις προεκλογικές συγκεντρώσεις των υποψηφίων
αρχηγών, εύκολα διαπιστώνει κανείς πως το κοινό
δεν ενδιαφέρεται για την ουσία της πολιτικής.
Αρχηγό ψάχνει που θα εγγυάται την επιστροφή στην εξουσία.
Την ίδια στιγμή, η παλιά φρουρά του ΣΥΡΙΖΑ νιώθει
την καυτή ανάσα της απολιτίκ επέλασης με το φανταχτερό
χαμόγελο, τις σκηνοθετημένες παρεμβάσεις, την υποστήριξη
των ισχυρών που υποτίθεται ότι αντιμάχεται το κόμμα
και αντιλαμβάνονται πως σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν.
Θα έπρεπε να το περιμένουν, όμως, γιατί και αυτοί φταίνε
που παραδόθηκαν πριν πολλά χρόνια στη γοητεία του νεαρού
τότε ηγέτη με μοναδική περγαμηνή τη διάκρισή του
στις σχολικές καταλήψεις, ελπίζοντας πως θα καταφέρουν
να ξεπεράσουν το ψυχολογικό όριο του 3%, το οποίο ήταν
ένα ζωντανό και οδυνηρό τραύμα.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, η πορεία και η σημερινή κατάσταση
στον ΣΥΡΙΖΑ, έχει τις απαρχές της σε εκείνη τη συμφωνία
της παλιάς φρουράς με την παρέα των καταληψιών.
Συνεπώς τώρα, το μόνο που απομένει είναι να εισπράξουν
στο ακέραιο του τόκους εκείνου του δανείου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανεβαίνει τον δικό του Γολγοθά, έναν ανηφορικό
δρόμο στην κορυφή του οποίου, δεν τον περιμένει
η πολυπόθητη Ανάσταση - αναγέννηση, αλλά ο κατηφορικός
δρόμος προς στη διάσπαση.
Θα είναι τυχερός αν απλά διασπαστεί σε δύο κομμάτια,
μα οι οιωνοί προβλέπουν πολυδιάσπαση, λόγω της εκ γενετής
ανωμαλίας που ονομάζεται πολυτασική ή πληθυντική αριστερά.
Στην πολιτική, όπως και στη φύση, η γενετική προδιάθεση
διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των οργανισμών.
Ισχύει, βέβαια πάντα και το αρχαίο ρητό:
το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο.