Καλλιεργήθηκε από τους Ίνκας
περίπου από το 3000 προ Χριστού.
Τη χρήση της κινόας σε αμειψισπορές σιτηρών
για τον καλύτερο έλεγχο των ζιζανίων
και την πρόληψη ανάπτυξης παράσιτων
και ασθενειών παρουσιάζει μελέτη επιστημόνων
του Ινστιτούτου Χαρτογράφησης
και Ταξινόμησης Εδαφών Λάρισας.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ Η κινόα ή κουϊνόα
(θάμνος που οι σπόροι του τρώγονται) καλλιεργήθηκε
από τους Ίνκας περίπου από το 3000 π.Χ. και αποτέλεσε
επί αιώνες μια από τις βασικές καλλιέργειες για τροφή
για τα εκατομμύρια των φτωχών κατοίκων
των Άνδεων στη Νότια Αμερική.
Το ενδιαφέρον για την κινόα οφείλεται σε μεγάλο
βαθμό στα ιδιαίτερα διατροφικά
χαρακτηριστικά της.
Υπάρχουν δύο παράδοξα με την κινόα σήμερα:
αποτελεί ένα βασικό είδος διατροφής
για τους φτωχότερους
πληθυσμούς των Άνδεων, ενώ θεωρείται
ως «εξευγενισμένη» τροφή για τις αναπτυγμένες
περιοχές του κόσμου (π.χ. ΗΠΑ, Δανία κ.ά.).
Η κινόα, επισημαίνουν οι επιστήμονες, εξυγιαίνει
το έδαφος από τα νιτρικά καθώς διαθέτει βαθύ
ριζικό σύστημα που τα απορροφά προτού φτάσουν
στους αβαθείς υδροφόρους ορίζοντες.
Πειράματα που διενεργήθηκαν σε περιοχές
του Νομού Λάρισας από το Ινστιτούτο
Χαρτογράφησης και Ταξινόμησης Εδαφών Λάρισας
(Δρ. Θόδ. Καρυώτης Δρ. Χρ. Νούλας)
και το Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών
Φυτών (Δρ Κ. Ηλιάδης) έδειξαν ότι
ο σπόρος της κινόας, είναι εξαιρετική πηγή πρωτεΐνης
υψηλής βιολογικής αξίας και επιπλέον περιέχει
ανόργανα μέταλλα και λυσίνη σε υψηλή συγκέντρωση.
Εξαιτίας της υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη
(14-18%), η κινόα μπορεί να αποτελέσει μία
εναλλακτική λύση για την επίλυση των προβλημάτων
σίτισης σε λαούς που δεν έχουν πρόσβαση
σε άλλες πρωτεϊνούχες τροφές.
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Καρυώτης,
η κινόα προτιμά περιοχές ημιορεινές ή ορεινές,
όπου οι θερμοκρασίες τη νύχτα είναι χαμηλότερες
σε σχέση με τις θερμοκρασίες
που επικρατούν στον κάμπο. Καταλληλότερες περιοχές
για τη χώρα μας θεωρούνται
οι ημιορεινές και μερικές ορεινές περιοχές
στη Μακεδονία και Θράκη.
Η κινόα θεωρείται «ψευτοδημητριακό» και παράγει
σπόρους (κόκκους) πλούσιους σε άμυλο, όπως
τα υπόλοιπα δημητριακά, που μπορούν
να καταναλωθούν με τρόπο παρόμοιο με εκείνο
των σιτηρών, δηλαδή να γίνουν αλεύρι
ή να καταναλωθούν όπως τα δημητριακά.
Η κινόα, με μια πρώτη μάτια, μοιάζει μορφολογικά
με το πολύ γνωστό ζιζάνιο λουβουδιά
και χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη ποικιλία
χρωμάτων των ταξιανθιών και των καρπών.
Οι χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή κινόας
είναι η Βολιβία, το Περού και ο Ισημερινός.
Μέχρι το 2008, οι δυο πρώτες χώρες κατείχαν
το 90% της παγκόσμιας παραγωγής.
Παραδοσιακά, καλλιεργείται και σε άλλες χώρες
της Λατινικής Αμερικής, όπως την Κολομβία,
την Χιλή και την Αργεντινή.
Ωστόσο, εξαιτίας της εξαιρετικής
προσαρμοστικότητας του φυτού
και της περισσότερο από 20 χρόνια έρευνας
της καλλιέργειάς της σε χώρες της Ευρώπης
(Δανία, Αγγλία, Σουηδία, κ.ά.), της Ασίας
(Ινδία, Πακιστάν), της Αφρικής, στην Αυστραλία
και τη Βόρεια Αμερική, η παραγωγή της Κινόας
βρίσκεται σε διαδικασία επέκτασης
σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη.
Το φυτό ευδοκιμεί εύκολα σε ορισμένες
ελληνικές εδαφοκλιματικές συνθήκες
καθώς είναι ανθεκτικό
στην ξηρασία και την αλατότητα.
Η NASA συμπεριέλαβε την κινόα στο σύστημα
εξοπλισμού (Controlled Ecological Life Support System)
των πυραύλων για αποστολές μακράς διάρκειας
ως εναλλακτική λύση διατροφής για την επίλυση
των προβλημάτων της ανεπαρκούς
πρόσληψης πρωτεΐνης.
Η μέση απόδοση σε καρπό
είναι 200-250 κιλά το στρέμμα.
Με δεδομένη την ευρεία προσαρμοστικότητα,
στο μέλλον η καλλιέργεια της Κινόας- διαπιστώνεται
στη μελέτη -ίσως διαδραματίσει απροσδόκητα
θετικό ρόλο στη γεωργία της χώρας μας.
Το 2011, η τιμή της κινόας ανά κιλό σπόρου ήταν
περίπου 4,85 δολάρια, ενώ στις μαύρες ποικιλίες
ήταν πάνω από οκτώ δολάρια.
Η τιμή εισαγωγής στην Ευρώπη ξεπερνά τα 10 δολάρια
το κιλό και διαφαίνεται, όπως εξηγούν οι ερευνητές,
ότι η καλλιέργεια μπορεί να εξασφαλίσει
ικανοποιητικό εισόδημα για τον παραγωγό.