Δε μιλάς εσύ.
Μήτε είναι η ράτσα μονάχα μέσα σου που φωνάζει·
μέσα σου οι αρίφνητες γενεές των ανθρώπων·
άσπροι, κίτρινοι, μαύροι· χιμούν και φωνάζουν.
Λευτερώσου κι από τη ράτσα· πολέμα να ζήσεις
όλο τον αγωνιζόμενον άνθρωπο.
Κοίτα τον πώς ξεμασκάλισε από τα ζώα, πώς μάχεται
να σταθεί όρθιος, να ρυθμίσει τίς άναρθρες κραυγές,
να συντηρήσει τη φλόγα ανάμεσα στις πυροστιές,
να συντηρήσει το νου ανάμεσα
στα κόκαλα της κεφαλής του.
...................................................................
Ποιο είναι το χρέος μας;
Ν΄ ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο,
μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας,
και ν΄ αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι.
Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα
στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα
με τους ανθρώπους, με τους θεούς
και με τα ζώα, κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε
μέσα στα φρένα μας, μελούδι από το μελούδι μας,
την Ιθάκη.
Σαν ένα νησί, αργά, με φοβερόν αγώνα, υψώνεται
μέσα από τον ωκεανό του ανύπαρχτου
το έργο του ανθρώπου.
Μέσα στο μερόνυχτα στερεούμενο τούτο αλώνι
οι γενεές δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν, αφανίζουνται.
Νέες γενεές πατούν τα κουφάρια των πατέρων,
συνεχίζουν το έργο απάνω στην άβυσσο
και μάχουνται να μερώσουν το τρομερό μυστήριο·
πώς; καλλιεργώντας ένα χωράφι, φιλώντας
μια γυναίκα, μελετώντας μιαν πέτρα"
ένα ζώο, μιαν Ιδέα.
Έρχουνται σεισμοί, το νησί σαλεύει,
μια γωνιά γκρεμίζεται, μια άλλη ανεβαίνει
από τ΄ ανήλιαγα κύματα.
Ένας αργάτης πελαγίσιος είναι ο νους,
κι είναι η δουλειά του να μολώνει το χάος.
Απ΄ όλες τούτες τις γενεές, άπ΄ όλες τις δυστυχίες
και τις χαρές, από τους έρωτες, από τους πολέμους,
από τις Ιδέες, αναδίνεται μια φωνή αγνή και γαλήνια·
αγνή και γαλήνια, γιατί περιέχει όλες τις αμαρτίες
και τις ανησυχίες του αγωνιζόμενου ανθρώπου
και τις ξεπερνάει κι ανεβαίνει.
Μέσα απ΄ όλο τούτο το ανθρώπινο υλικό
ένας ανηφορίζει με τα χέρια, με τα πόδια, πνιμένος
στα δάκρυα και στα αίματα, κι αγωνίζεται να σωθεί.
Να σωθεί από ποιόν;
Από το κορμί που τον περικλείνει, από το λαό
που τον αναβαστάει, από τη σάρκα, από την καρδιά
κι από τα φρένα του ανθρώπου.
- Κύριε, ποιος είσαι;
Σάν Κένταυρος υψώνεσαι μπροστά μου,
με τα χέρια στον ουρανό τανυσμένα,
με τα πόδια καρφωμένα στη λάσπη.
- Είμαι Εκείνος που αιώνια ανεβαίνει!
- Γιατί ανεβαίνεις;
Ξενεφρίζεσαι, αγωνιάς, μάχεσαι να ξεθηκαρώσεις
από το ζώο. Από το ζώο κι από τον άνθρωπο.
Μη με αφήνεις!
- Μάχουμαι, ανεβαίνω, για να μην πνιγώ.
Απλώνω τα χέρια μου, πιάνουμαι
απ΄ όλα τα ζεστά κορμιά,
σηκώνω απάνω από το μυαλό το κεφάλι μου
για ν΄ αναπνέψω· ολούθε πνίγουμαι,
πουθενά δε χωρώ!
- Κύριε, γιατί τρέμεις;
- Φοβούμαι!
Ο σκοτεινός ανήφορος δεν έχει τελειωμό.
Μια φλόγα είναι η κεφαλή μου κι αιώνια ξεκορμίζει·
μα το πνέμα της νύχτας αιώνια φυσάει να με σβήσει.
Ο αγώνας μου όλος πάσα στιγμή κιντυνεύει.
Ο αγώνας μου όλος σε κάθε κορμί κιντυνεύει.
Πατώ, παραπατώ μέσα στις σάρκες,
σαν ένας νυχτωμένος στρατοκόπος,
και φωνάζω: Βοήθεια!
Από την "Ασκητική" του Νίκου Καζαντζάκη
Γ΄ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου