Του Μητροπολίτου Αργολίδος Νεκταρίου
Πέρασαν δύο ολόκληροι μήνες από τότε που άρχισαν να ισχύουν τα περιοριστικά
μέτρα στην χώρα μας από τα οποία δεν εξαιρέθηκε η εκκλησία μας.
Αν για όλους τους χριστιανούς ήταν μια περίοδος οδύνης για την στέρηση
των ιερών ακολουθιών και ιδιαίτερα της θείας Λειτουργίας, για τους κληρικούς
ήταν πολύ πιο οδυνηρή η περίοδος αυτή.
Αναγκαστήκαμε να λειτουργούμε χωρίς το λαό, με άδειες εκκλησίες,
με ό,τι αυτό σημαίνει.
Αυτός όμως ο πόνος και η οδύνη έγινε αφόρητη από τις συνεχείς επιθέσεις, όχι
τόσο των εκτός εκκλησίας, αλλά των μελών της εκκλησίας.
Κυκλοφόρησαν αμέτρητα κείμενα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δυστυχώς
με τους περισσότερους συντάκτες να παραμένουν στο σκοτάδι της ανωνυμίας.
(Αναρωτιέμαι γιατί άραγε; Τί φοβούνται; Τόσο δειλοί είναι;
Δεν τους λέει τίποτα ο λόγος του Χριστού στο δικαστήριο:
«Εγώ παρρησία ἐλάλησα;»). Δεν υπήρξε μέτρο στις φωνές και στο θορυβώδη
τρόπο με τον οποίο πολλοί νόμισαν ότι έπρεπε να υπερασπίσουν την εκκλησία.
Είναι αξιοσημείωτο ότι κάποιες μέρες είχαμε ένα καταιγισμό
μηνυμάτων – διαμαρτυριών με τα ίδια περίπου λόγια.
Φως φανάρι βέβαια ότι ήταν κατευθυνόμενα από κάποιον «γέροντα».
Είναι σαν τα ψηφίσματα.
Γίνεται μια εκδήλωση διαμαρτυρίας για κάποιο θέμα και στο τέλος όλοι
εγκρίνουν το κείμενο που είναι έτοιμο
από τις προηγούμενες μέρες. Δημοκρατικές διαδικασίες…
Μέσα λοιπόν στα μηνύματα αυτά επαναλαμβάνεται το ίδιο μοτίβο:
«Είστε προδότες. Αρνηθήκατε τον Χριστό.
Σχίζετε την Εκκλησία.
Θα χάσετε την ψυχή σας.
Παραιτηθείτε.
Είσαστε αφορισμένοι.
Για να μην χάσετε την καρέκλα υποκύψατε στην άθεη κυβέρνηση κ.λπ. κ.λπ.».
Έζησα και το χειρότερο: Τηλεφώνησε κάποιος και ουρλιάζοντας, άρχισε
να με βρίζει με λεξιλόγιο του υποκόσμου.
Με διαολόστειλε τρεις φορές κιόλας. Γιατί;
Του στερώ τον Χριστό και δεν τον αφήνω να κοινωνήσει!
Αυτός λοιπόν ο μαινόμενος άνθρωπος και πόσοι παρόμοιοι,
αισθανόταν ότι ήταν έτοιμος να κοινωνήσει!
Από την άλλη πλευρά η οδύνη μας γινόταν αφόρητη από την πολυλογία
και κενολογία του κλήρου και ιδιαίτερα γνωστών ροπαλοφόρων
υπερασπιστών της εκκλησίας, με την κατακεραύνωση των πάντων.
Μεγάλη Παρασκευή πρωί, την ώρα που ο Χριστός «περί ἡμῶν ὀδυνᾶται»,
κληρικοί να αστράφτουν και να βροντάνε εναντίον
των επισκόπων και της Συνόδου.
Και αυτοί οι κληρικοί, σα να μη συμβαίνει τίποτα, την άλλη μέρα
να λειτουργούν και να λένε «ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν…» και να λειτουργούν στο αντιμήνσιο
με την υπογραφή του επισκόπου!
Ειλικρινά, δεν μπορώ να τα καταλάβω.
Αφήνω δε τη «διδασκαλία, τις παραινέσεις, τις οδηγίες» λαϊκών μελών
της εκκλησίας προς τη Σύνοδο, τους επισκόπους, τους κληρικούς.
Άνθρωποι που δεν έχουν ανοίξει ούτε την Αγία Γραφή και η μόνη
«πνευματική» τροφή τους είναι τα χαμηλού επιπέδου θρησκευτικά περιοδικά
και εφημερίδες, έχουν την απαίτηση από κατηχούμενοι να γίνουν κατηχητές,
από μαθητές να γίνουν δάσκαλοι.
Το είχε επισημάνει 1700 χρόνια πριν ο Μ. Βασίλειος, όταν έβλεπε τον οικοδόμο,
τον μανάβη και τον μπακάλη της εποχής του να «θεολογούν» πάνω
σε δύσκολα θεολογικά θέματα, όπως το δόγμα της Αγίας Τριάδος.
Θέματα που απασχόλησαν πολύ καιρό τις τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους,
όπου έγιναν ατέρμονες συζητήσεις και αντιδικίες, ο βοσκός ή ο ξυλουργός
τα είχαν λυμένα και θα έπρεπε ο Μ. Βασίλειος από ποιμένας να γίνει
αγόμενο και φερόμενο πρόβατο, να ακολουθήσει τον ποιμαινόμενο!
Το ερώτημα του φίλου και συνασκητού του, αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου
είναι και σήμερα εξαιρετικά επίκαιρο και το απευθύνω σε όλους
τους αργόσχολους «θεολογούντες» του internet, που θέλουν στανικά
να επιβάλουν τις απόψεις τους:
«Τί στρατηγεῖν ἐπιχειρείς, ἐνταγμένος ἐν στρατιώταις;»
Πώς να το κάνουμε αδελφοί μου; Οι αγνοούντες χρειάζονται διδασκαλία.
Όχι προβιβασμό στη θέση του δασκάλου.
Δεν υποτιμώ, προς Θεού, το λαϊκό στοιχείο.
Υπάρχουν λαϊκοί (καθηγητές θεολόγοι, ιεροκήρυκες, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι)
που προσφέρουν μεγάλο έργο στην εκκλησία.
Έχοντας εντρυφήσει στην Αγία Γραφή, στους πατέρες, στην ορθόδοξη παράδοση,
ο λόγος τους είναι πολύτιμος. Νομίζω πως κανείς επίσκοπος ούτε η ίδια
η Σύνοδος αρνήθηκε τη συνεργασία, ούτε υποτίμησε τη συμβολή τους
σε δύσκολα θεολογικά και ποιμαντικά προβλήματα.
Αναφέρομαι στους ανθρώπους που έχουν μεσάνυχτα από θεολογία
και όμως αποφαίνονται σα να᾽ναι Μεγάλοι Αθανάσιοι και έχουν την απαίτηση
να υποκύψει η εκκλησία στις αξιώσεις και απαιτήσεις τους.
Μου έγραφε κάποιος: «Γιατί λέτε και κάνετε αυτά και αυτά;
Δεν έχετε διαβάσει την Αποκάλυψη;»
Του απαντώ: «Επειδή έχω διαβάσει την Αποκάλυψη
γι᾽αυτό μιλώ και ενεργώ έτσι. Εκτός αν διαβάζετε διαφορετικό κείμενο…»
(Παρεμπιπτόντως, θα ήθελα να αναφερθώ στον σύγχρονο άγιο
των ημερών μας Εφραίμ τον Κατουνακιώτη.
Μπορούσε να σου μιλάει ώρες για πνευματικά θέματα, την προσευχή,
την υπακοή κ.λ.π. Όταν όμως του έθετες θεολογικά θέματα, σταματούσε.
«Παιδί μου, εγώ δεν είμαι θεολόγος.
Δεν μπορώ να δογματίσω, μήπως πέσω και σε κανένα δογματικό λάθος.
Πήγαινε στον π. Γεώργιο Καψάνη, στον π. Αιμιλιανό.
Αυτοί είναι θεολόγοι και ξέρουν!» Αυτή είναι η στάση των αγίων.
Η αγία ταπείνωση και η αυτογνωσία, η επίγνωση των ορίων…)
Θα ήθελα να θίξω στη συνέχεια συγκεκριμένα θέματα
που δημιούργησαν αντιδράσεις και προβλήματα.
Τα περιοριστικά μέτρα έφεραν, όπως ήταν αναμενόμενο, αντιδράσεις
και στον εκκλησιαστικό χώρο.
Εκδηλώθηκαν ακρότητες και ζηλωτισμοί, που δείχνουν το λιγότερο ανασφάλεια.
Το κλείσιμο των εκκλησιών, παρέπεμψε στους διωγμούς του Νέρωνα,
του Διοκλητιανού κ.λπ.
Προσωπική μου άποψη είναι ότι θα μπορούσαν τα μέτρα αυτά να είναι
ηπιότερα, όπως έγιναν στη δεύτερη φάση.
Να υπάρχουν αυστηροί κανόνες όπως στα super markets κ.λ.π.
Και αυτό το λέω με επιφύλαξη, γιατί δε ξέρω πόσο μπορούσε να λειτουργήσει.
Ό,τι έγινε, έγινε.
Όμως το να θεωρείται η απόφαση αυτή
της πολιτείας ως έναρξη διωγμού,
και πρόβα τζενεράλε για την επιβολή
της πανθρησκείας, είναι αφελές και να το συζητάμε.
Η Σύνοδος και το σώμα των επισκόπων
το ξεκαθαρίσαμε.
Κανείς δε μας ζήτησε να αρνηθούμε την πίστη μας.
Ως χριστιανοί θα έπρεπε να τηρήσουμε μια υπεύθυνη στάση
και να συμβάλλουμε στην αντιμετώπιση της πανδημίας, μένοντας στα σπίτια μας.
Τα κίνητρα του Νέρωνα και όλων των διωκτών ήταν να διαλύσουν την εκκλησία.
Τα κίνητρα της πολιτείας ήταν η διαφύλαξη της δημόσιας υγείας.
Σταματώ σε δύο υπέροχες δηλώσεις.
Η πρώτη είναι του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου.
-Δεν κινδυνεύει η πίστη αλλά οι πιστοί.
Και η δεύτερη του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου:
-Μένουμε σπίτι γιατί αγαπάμε.
Τέτοιες δηλώσεις που θα μείνουν στην ιστορία, χάθηκαν στον κουρνιαχτό.
Δεν ακούστηκε ούτε ένα θετικό σχόλιο από τους φωνασκούντες
«ομολογητές» της πίστεως.
Σα να είχαν κλείσει τα αυτιά τους με βουλοκέρι, για να μην ακούσουν
μια νηφάλια και υπεύθυνη φωνή.
Εθισμένοι στον αυτισμό τους δεν θέλουν να ακούνε παρά μόνο τον εαυτό τους.