Στις αρχές του 2016 κυκλοφόρησε η ιταλική κωμωδία
«Quo Vado?», η οποία πραγματεύεται τις περιπέτειες
ενός Iταλού δημόσιου υπαλλήλου, ο οποίος
ενόψει της απειλής να απολυθεί από το Δημόσιο
και να χάσει την τόσο πολύτιμη για αυτόν καρέκλα του,
είναι διαθετειμένος να κάνει τα πάντα για να αποφύγει
το μοιραίο και μετέρχεται κάθε απίστευτο στρατήγημα.
Η εν λόγω ταινία θεωρείται η πιο επιτυχημένη
εμπορικά όλων των εποχών στο ιταλικό box office
και τη συνιστώ ανεπιφύλακτα,
καθώς μεταξύ των άλλων φανερώνει πόσο απίστευτα
εν τέλει μοιάζουμε με τους Ιταλούς.
Δεν την είδα φυσικά κριτικός κινηματογράφου ξαφνικά,
και έκανα την ανωτέρω εισαγωγή.
Το θετικό αυτής της ταινίας, εκτός από τη μιάμιση ώρα αρκετού γέλιου,
είναι ότι δείχνει ότι υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι όντας απελπισμένα γαντζωμένοι
στις καρέκλες τους, είναι διαθετειμένοι να πράξουν τα πάντα, αρκεί να παραμείνουν εκεί.
Απλώς, μερικές φορές δεν ξέρουν τι ακριβώς πρέπει να ενεργήσουν, με αποτέλεσμα
να αναλώνονται σε απανωτά λάθη και γκάφες.
Γκάφες που όταν τις πράττει ο πρωταγωνιστής μιας κωμωδίας,
μάς είναι ευχάριστες, καθότι είναι διασκεδαστικές.
Εξάλλου γι’ αυτό έχουμε πληρώσει το εισιτήριο.
Για να γελάσουμε με τα καμώματα των ηθοποιών.
Όταν όμως οι κυβερνώντες πράττουν τα σφάλματα και τις γκάφες
δεν είναι καθόλου αστείο.
Όπως δεν είναι καθόλου αστείες οι περιπέτειές τους προσπαθώντας
να παραμείνουν εσαεί στις καρέκλες τους, όσο και αν κάποιες από αυτές
θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν σκετσάκια σε κωμωδία
στο Μπρόντγουεϊ, καθώς ξεπερνούν και τον πιο ευφάνταστο κωμικογράφο.
Κάπως έτσι εδώ και ένα έτος «κλείνει η αξιολόγηση».
Κάπως έτσι η «ανάπτυξη έρχεται».
Κάπως έτσι «θα βγούμε από το Μνημόνιο και θα αρθούν τα capital controls».
Ενώ φαίνεται ότι ο σκοπός είναι σαφής και ορισμένος, ήτοι να κλείσει η αξιολόγηση,
με την ελπίδα η κυβέρνηση, εξαντλώντας το μεγαλύτερο δυνατό μέρος
της θητείας της να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά και εκλογικά την όποια ανάκαμψη
της οικονομίας μέχρι τις εκλογές, η υλοποίηση αυτού του σχεδίου κάπου χωλαίνει.
Εκουσίως ή ακουσίως, ακόμη δεν είναι σαφές.
Χωλαίνει πάντως.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει πολλάκις διακηρύξει τη βούληση
αλλά και την πεποίθησή του ότι θα κλείσει η αξιολόγηση, εντούτοις διαψεύδεται
σε κάθε χρονικό ορόσημο που ο ίδιος θέτει.
Την ίδια στιγμή η κυβερνητική πλειοψηφία είναι έτοιμη να ψηφίσει σχεδόν οτιδήποτε.
Στο εύλογο ερώτημα τι ευθύνεται τελικά γι’ αυτήν την αστοχία,
εύκολη απάντηση δεν υπάρχει.
Σίγουρα ευθύνεται ο ερασιτεχνισμός και η ανεπάρκεια πολλών από εκείνους
που συνθέτουν το παρόν σύστημα εξουσίας.
Ευθύνονται επίσης οι ιδεολογικές αγκυλώσεις ή ακόμη και οι ιδεοληψίες
μερικών εξ αυτών και φυσικά ο μπαμπούλας του πολιτικού κόστους
που έχει προκαλέσει vertigo στα μεσαία και κατώτερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ
καθώς και στους ψηφοφόρους που του απέμειναν.
Ενδεχομένως ο πρωθυπουργός παίζει «καθυστερήσεις» ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά
η παράταση της επίλυσης της εκκρεμότητας θα του βγει πολιτικά σε καλό.
Ευθύνονται οι εμμονές αλλά και οι στοχεύσεις των δανειστών που πιέζουν
σε ανεφάρμοστες και ισοπεδωτικές «λύσεις», αν και γνωρίζουν λίαν καλώς ότι
πολλές από αυτές απλώς δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές
από καμία ελληνική κυβέρνηση.
Ενδεχομένως κάποια εξωχώρια κέντρα θέλουν να φθάσουν τα πράγματα στα άκρα.
Το μείζον όμως ερώτημα είναι αν το κλείσιμο της αξιολόγησης φθάνει
για να γυρίσει σελίδα η οικονομία. Αν ο χρόνος που χάθηκε λόγω της ατολμίας
και της διαφορετικής ατζέντας των μερών που διαπραγματεύονται,
θα αποδειχθεί στο τέλος μοιραίος.
Θα σωθεί η παρτίδα (ή πατρίδα…) στο τέλος ή η πορεία είναι μη αναστρέψιμη
και ενώ όλοι το γνωρίζουν κάνουν τα πάντα για να παραμείνουν στη θεσούλα τους, αδιαφορώντας αν η προσπάθειά τους αυτή παράγει εν τέλει άφθονο γέλιο
σε όσους έχουν ακόμη τη διάθεση να γελάσουν.
Από τον Ηλία Δημητρέλλο