Έξι χρονών ήλθε, το 22, από τα Φάρασα της Καππαδοκίας
ορφανή και πιασμένη από το χέρι
κάποιας άγνωστης γυναίκας
να γλιτώσει, μόνο αυτή
από όλη την υπόλοιπη φαμελιά της
που την ξεκλήρισαν.
Έζησε μια ζωή με το φόβο μιας νέας προσφυγιάς,
όπως συχνά μου έλεγε.
Επέζησε ξενοπλένοντας και καθαρίζοντας ξένα σπίτια,
στην μητέρα πατρίδα.
Επιβίωσε κάνοντας την υπηρέτρια.
Αρχόντισσα πραγματική σε όλα της
και με το χαμόγελο πάντοτε.
Πανέξυπνη αν και αναλφάβητη και σοφή
στα λόγια της αλλά και στις σιωπές της.
Πριν από λίγες ημέρες της έκανα πάλι
το πορτραίτο της
ή το πορτρέτο της (συνήθεια η παλιά ορθογραφία)
και πίνοντας την τελευταία μου γουλιά από τον καφέ
που με είχε κεράσει την ρώτησα πάλι τι θα έκανε αν,
έστω και τώρα σε αυτή την ηλικία, της έλεγαν
να ξαναγυρίσει πάλι στα μέρη που γεννήθηκε
και να ζήσει εκεί τα υπόλοιπα χρόνια της
επιστρέφοντάς της και την οικογενειακή της περιουσία.
Πάντοτε της έκανα αυτήν την ερώτηση,
όσα χρόνια τη γνώριζα
και η απάντηση ήταν πάντοτε καταφατική.
-Ναι, μου έλεγε, θα το έκανα.
Αυτή τη φορά όμως με κοίταξε και χαμογέλασε.
Τα χείλη της παρέμειναν κλειστά
και μόνο τα μάτια της μίλησαν.
-Καταλαβαίνω, της είπα, είναι πολύ αργά
ενώ την ίδια στιγμή σήκωνα τη μηχανή μου
και σαν να το έκανα από αμηχανία, πάτησα το κουμπί.
-Είναι αργά, συμπλήρωσα τη φράση μου, πολύ αργά
είναι πολύ αργά και πρέπει να φύγω, συνέχισα να λέω
περισσότερο για να δικαιολογήσω αυτό που άκομψα είπα.
-Καληνύχτα Ζωή !
Πάν Καρτσωνάκης