Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε
στις 14 Φεβρουαρίου 1973, όταν ξεσηκώθηκαν
οι φοιτητές της Αθήνας και συγκεντρώθηκαν
στο Πολυτεχνείο ζητώντας την κατάργηση του Ν.1347,
ο οποίος προέβλεπε την υποχρεωτική στράτευση
όσων ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση
κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.
Η αστυνομία, παραβίασε το πανεπιστημιακό άσυλο,
εισήλθε στο χώρο του ιδρύματος, συλλαμβάνοντας
11 φοιτητές και παραπέμποντάς τους σε δίκη
με την κατηγορία της «περιύβρισης αρχής».
Επτά ημέρες μετά τα πρώτα γεγονότα
του Πολυτεχνείου, στις 21 Φεβρουαρίου οι φοιτητές
κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής σχολής
στην Αθήνα, προβάλλοντας τα συνθήματα
«Δημοκρατία»,
«Κάτω η Χούντα» και «Ζήτω η Ελευθερία».
Η αστυνομία επενέβη και πάλι για να καταστείλει
την εξέγερση, αλλά η βίαιη εκδίωξη των φοιτητών
από το κτίριο της Νομικής.
Η εξέγερση που ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου του 1973
επρόκειτο να αποτελέσει την κορύφωση
των αντιδικτατορικών εκδηλώσεων.
Το πρωί εκείνης της ημέρας οι φοιτητές
συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου
και αποφάσισαν την κήρυξη αποχής από τα μαθήματα,
με αίτημα να γίνουν εκλογές για τους φοιτητικούς
συλλόγους τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους
και όχι στα τέλη του επόμενου χρόνου,
όπως είχε ανακοινώσει το καθεστώς.
Ακολούθησαν συνελεύσεις φοιτητών στην Ιατρική
και στη Νομική σχολή.
Η μέρα περνούσε και η προσέλευση των φοιτητών
αλλά και του κόσμου στο Πολυτεχνείο
ολοένα και αυξανόταν. Το απόγευμα πάρθηκε
η απόφαση για κατάληψη του Πολυτεχνείου
με την αστυνομία ανήμπορη να εμποδίσει το κύμα
πολιτών που κατέφθαναν στο κτίριο της οδού Πατησίων.
Οι πόρτες έκλεισαν και από τότε άρχισε η οργάνωση
της εξέγερσης. Το πρώτο βήμα ήταν η εκλογή
Συντονιστικής Επιτροπής με σκοπό να καθοδηγήσει
τον αγώνα ενώ επιπλέον, δημιουργήθηκαν επιτροπές
σε όλες τις σχολές για να οργανώσουν την κατάληψη
και την επικοινωνία με την ελληνική κοινωνία.
Για το σκοπό αυτό άρχισε να λειτουργεί
ένας ραδιοφωνικός σταθμός, αρχικά στο κτίριο
του Χημικού και αργότερα στο κτίριο των Μηχανολόγων,
με εκφωνητές τη Μαρία Δαμανάκη
και τον Δημήτρη Παπαχρήστου.
Στο Πολυτεχνείο εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι,
που δούλευαν νυχθημερόν, για να πληροφορούν
τους φοιτητές και τον υπόλοιπο κόσμο για τις αποφάσεις
της Συντονιστικής Επιτροπής και των φοιτητικών συνελεύσεων. Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών,
που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους,
στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία και στα ταξί,
για να τα γνωρίσουν όλοι οι Αθηναίοι.
Η αντίδραση του διδακτορικού καθεστώτος
δεν άργησε. Στις 16 Νοεμβρίου μεγάλες αστυνομικές
δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του πλήθος
που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο.
Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν διαπίστωσε
ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει
στο Πολυτεχνείο, αποφάσισε
να χρησιμοποιήσει το στρατό.
Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου
το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική
πύλη έλαβε εντολή να εισβάλλει.
Έπεσε πάνω στην πύλη και την έριξε, παρασέρνοντας
στο διάβα του μία κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη
στον περίβολο κρατώντας την ελληνική σημαία.
Οι μοίρες των ΛΟΚ,
μαζί με ομάδες -μυστικών και μη- αστυνομικών,
εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν
τους φοιτητές, οι οποίοι πηδώντας
από τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν
στους γύρω δρόμους.
Τους κυνηγούσαν αστυνομικοί, πεζοναύτες,
ΕΣΑτζήδες. Αρκετοί σώθηκαν βρίσκοντας άσυλο
στις γύρω πολυκατοικίες, πολλοί συνελήφθησαν
και μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια
και στην ΕΣΑ.
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση
της Αστυνομίας, στις 17 Νοεμβρίου
συνελήφθησαν 840 άτομα.
Όμως, μετά τη Μεταπολίτευση, αξιωματικοί
της Αστυνομίας, ανακρινόμενοι, ανέφεραν ότι
οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2400 άτομα.
Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 24 άτομα.
Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το φθινόπωρο
του 1975 εναντίον των πρωταιτίων
της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις
θανάσιμου τραυματισμού.
Ωστόσο, τα θύματα εικάζεται
να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί βαριά
τραυματισμένοι, προκειμένου να διαφύγουν
τη σύλληψη, αρνήθηκαν
να διακομιστούν σε νοσοκομείο.
Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου
του 1974, αφού είχε ήδη προηγηθεί
η τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Ας δούμε μερικά
από τα πρωτοσέλιδα
των εφημερίδων την επόμενη μέρα: