Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821
στην Πελοπόννησο, ο Κιαμίλ μπέης που διοικούσε
την περιοχή της Κορίνθου, ήταν επιφανής Τούρκος
της Πελοποννήσου, ονομαστός για τα αμύθητα
πλούτη και την καταγωγή του.
Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1784.
Η οικογένειά του κυριάρχησε στην περιοχή
από το 1717. Ζούσε σε χλιδή.
Ως δυνάστης της Κορίνθου, ο Κιαμίλ μπέης
πλούτιζε από τη φορολογία.
Ο σουλτάνος τον εκτιμούσε και του είχε παραχωρήσει
πολλά προνόμια. Τον αποκαλούσαν μεταξύ άλλων «Ενδοξομεγαλοπρεπέστατο Κιαμίλ μπέη».
Ο Κιαμίλ αιχμαλωτίστηκε από τους Έλληνες
στην Τρίπολη το Μάιο του 1821 και αφού ξεκίνησε
η δεύτερη πολιορκία του Ακροκόρινθου.
Επικεφαλής των πολιορκητών ήταν
ο Αναγνώστης Πετμεζάς από τα Καλάβρυτα
και ο Κωστής Μεθενίτης από την Ύδρα.
Ο Ακροκόρινθος ήλεγχε στρατηγικά
την περιοχή της Κορινθίας
και το πέρασμα από τον Ισθμό.
*Ο Αναγνώστης Πετμεζάς,
πολιορκητής του Ακροκορίνθου,
ζωγραφισμένος από τον Ι. Διαμαντάκη
Η αιχμαλωσία του Τούρκου μπέη απασχόλησε
πολλές φορές την Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας
και τα θεσμοθετημένα όργανά της, όπως το Βουλευτικό
και το Εκτελεστικό. Στα Αρχεία της Ελληνικής
Παλιγγενεσίας, που εκδόθηκαν από τη Βουλή
των Ελλήνων, σώθηκαν ορισμένα έγγραφα
που αφορούν τον Κιαμίλ μπέη
αλλά και την περιουσία του.
Ο Κιαμίλ μπέης όταν πολιορκήθηκε
ο Ακροκόρινθος, πρόλαβε και κατέφυγε
στην Τρίπολη για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Μετά την πτώση της Τρίπολης όμως ,
πιάστηκε αιχμάλωτος και μεταφέρθηκε
στο ελληνικό στρατόπεδο στα Εξαμίλια,
γιατί η πολιορκία του Ακροκόρινθου συνεχιζόταν.
Ο Κιαμίλ, αν και δεχόταν πιέσεις
από τους Έλληνες οπλαρχηγούς,
αρνιόταν πεισματικά να παραδώσει
τον Ακροκόρινθο.
Ταυτόχρονα με την άρνηση του Κιαμίλ
και η αντιζηλία μεταξύ των Ελλήνων
δημιουργούσε προβλήματα.
Οι αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη
και του Υψηλάντη, προσπάθούσαν να επιτύχουν
την παράδοση του φρουρίου για λογαριασμό τους
και υπονόμευσαν τις διαπραγματεύσεις.
Δεν ήθελαν να πάρουν τη δόξα ο Κολοκοτρώνης
και ο Υψηλάντης και επιπλέον πολλοί απέβλεπαν
και στην αμύθητη περιουσία του Κιαμίλ μπέη.
"Επήγαιναν- αναφέρει ο Γέρος του Μωριά
στα Απομνημονεύματά του- από τους Κορίνθιους
και τους έλεγαν μην παραδίνεσθε εις τον Κολοκοτρώνη,
διότι σας έρχεται μεντάτι (ενισχύσεις) και ο σκοπός τους
ήταν να φύγωμεν ημείς και τότε να μείνουν μονάχοι,
να πάρουν τα λάφυρα. Και ο φθόνος ήτον ακόμα".
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σκέφθηκε τότε
και έπεισε με τον απεσταλμένο του Ν. Καραχάλιο,
τους 600, από τους 800 Τούρκους και Αλβανούς
που υπήρχαν μέσα στο κάστρο, να το εγκαταλείψουν
στις 10 Ιανουαρίου 1822 με την εγγύηση,
ότι θα μπορούσαν να φύγουν στην πατρίδα τους,
αφού πρώτα θα περνούσαν με Ελληνικά καράβια
απέναντι στην ακτή της Ρούμελης.
Ο Πανουργιάς όμως, χωρίς την έγκριση
του Κολοκοτρώνη, διέταξε τον οπλαρχηγό
Μαρκέζη να βυθίσει τα καΐκια.
Ο Αμβρόσιος Φραντζής για το περιστατικό αυτό
δίνει μια διαφορετική εκδοχή, γράφοντας ότι
«κατά δυστυχίαν όμως τρικυμίας επιπεσούσης
εις την θάλασσαν επνίγησαν άπαντες».
Ο Κιαμίλ αναγκάστηκε τότε να υπογράψει
την παράδοση του κάστρου στις 14 Ιανουαρίου 1822.
Ο Ασλάν μπέης παρέδωσε τα κλειδιά
του Ακροκόρινθου στον Κολοκοτρώνη που έφτασε
εκεί με 300 άντρες. Στη συνέχεια ο Κιαμίλ
μεταφέρθηκε σε φυλακή που υπήρχε
στην κορυφή του Ακροκόρινθου.
Η αιχμαλωσία του ήταν πολύτιμη
για τους επαναστατημένους λόγω
και του απέραντου πλούτου του.
Η παράδοση αυτού του σημαντικού φρουρίου,
δεν απέτρεψε την ανεξέλεγκτη λαφυραγωγία
από τους Έλληνες αν και οι αρχηγοί από το Δεκέμβριου
είχαν αποφασίσει, πως όλοι οι θησαυροί του κάστρου
αν αυτό παραδοθεί με συνθήκη και όχι με γιουρούσι,
θα παραδίδονταν στο δημόσιο ταμείο.
Ο Ιωάννης Φιλήμων αναφέρει ότι η αξία
των πολυτίμων λίθων και σκευών που παραδόθηκαν
στους Έλληνες μαζί με τα χρηματικά ποσά, ανήλθαν
σε 2 εκ. γρόσια. Ο Δημήτριος Υψηλάντης κατόρθωσε
να διασώσει από τη λαφυραγωγία τα μισά περίπου.
Ο Μινίστρος της Οικονομίας Πανούτσος Νοταράς,
έγραφε τότε: «Η ευρεθείσα, αδελφοί, χρηματική
ποσότης, παρά τα ελπίδας ας ετρέφομεν,
εις το φρούριον, υπήρξεν τόσον ολίγη,
ώστε οπού μας έφθασεν είς οχύρωσιν αυτού
του φρουρίου». Στην σκέψη όλων όμως,
κυριαρχούσαν οι … κρυμμένοι θησαυροί
του Τούρκου δυνάστη.
Έτσι ελήφθησαν αυστηρά μέτρα
για την φύλαξή του με υπεύθυνο το στρατηγό
Παναγιωτάκη Γιατράκο, ο οποίος τον κράτησε
επί πέντε μήνες παρέχοντάς του κάθε δυνατή
περιποίηση στην Τρίπολη, το Άργος, τη Νεμέα
και στα Εξαμίλια της Κορίνθου, όπου τον μετέφεραν,
έως τις 19 Φεβρουαρίου 1822, που τον παρέδωσε
στην Διοίκηση η οποία τον φυλάκισε
στην Ακροκόρινθο.
Δυστυχώς ο Κιαμίλ, είχε άδοξο τέλος παρά
τις φροντίδες της Διοίκησης των επαναστατών
να μην πάθει τίποτε.
Ο φρούραρχος του Ακροκορίνθου
ο παπάς - λόγιος Ιάκωβος Θεοδωρίδης,
γνωστός και ως «Αχιλλέας»
(Είχε από μόνος του πάρει αυτό το όνομα
ως επαναστατικό ψευδώνυμο και το γεγονός αυτό
από μόνο του χαρακτηρίζει τον μωροφιλόδοξο
χαρακτήρα του)
όταν άρχισε να πλησιάζει στην Πελοπόννησο
ο Δράμαλης, εγκατέλειψε με τους άνδρες του
τον Ακροκόρινθο, κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη
«αισχρώς».
Αργότερα, περιφρονημένος
από όλους ο Θεοδωρίδης αυτοκτόνησε.
Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, έγραψε γι’ αυτόν:
«Αχιλλέα τον έλεγαν, λογιώτατον.
Κι ακούγοντας το όνομα Αχιλλέας, παντυχαίνετε
ότ΄είναι ο περίφημος εκείνος Αχιλλέας.
Δεν πολέμαγε το όνομά το όνομα τους Τούρκους.
Δεν πολεμάγει τ’ όνομα ποτέ, πολεμάγει η αντρεία,
ο πατριωτισμός, η αρετή».
Προηγουμένως και εν γνώσει του «Αχιλλέα»,
ο άλλοτε υπηρέτης του Κιαμίλ, Δημήτριος Μπενάκης,
ο υποφρούραρχος Διαμαντής Λάλακας
και ο ηγούμενος της μονής Φανερωμένης,
Παρθένιος Βλάχος, εκτέλεσαν τον Κιαμίλ μπέη
στο δωμάτιο, όπου τον κρατούσαν αιχμάλωτο.
Την άλλη μέρα, 8 Ιουλίου 1822, ο Δράμαλης
εισήλθε στον Ακροκόρινθο ως απελευθερωτής.
Τον υποδέχτηκαν με θερμότητα η χήρα
και η μητέρα του Κιαμίλ, και όπως λέγεται,
του φανέρωσαν ένα πηγάδι με κρυμμένα
40.000 πουγκιά γεμάτα χρυσά νομίσματα.
Για να τιμήσει τη χήρα του Κιαμίλ
την πανέμορφη Γκιούλ Χανούμ ο Δράμαλης,
σύμφωνα και με τους Σπηλιάδη και Φραντζή,
την παντρεύτηκε πάνω στον Ακροκόρινθο
με ανατολίτικη μεγαλοπρέπεια.
Ένα δημοτικό τραγούδι της Πελοποννήσου
διασώζει την περίπτωση της εκτέλεσης
του Κιαμίλ μπέη.
«Πήραν τα κάστρα, πήραν τα,
πήραν και τα ντερβένια,
πήραν και την Τριπολιτσά,
την ξακουσμένη χώρα.
Κλαίουν τ’ αχούρια γι’ άλογα
και τα τζαμιά γι’ αγάδες,
κλαίουν στους δρόμους Τούρκισσαις,
κλαίουν εμιροπούλαις,
κλαίει και μια χανούμισσα το δόλιο τον Κιαμίλη.
Αχ! που σαι και δεν φαίνεσαι, καμαρωμένε αφέντη;
Ήσουν κολόνα στο Μοριά και φλάμπουρο στην Κόρθο,
ήσουν και στην Τριπολιτσά πύργος θεμελιωμένος.
'Στην Κόρθο πλια δε φαίνεσαι, ουδέ μεσ ' τα σαράγια.
Ένας παπάς σου τα κάψε τα γέρμα τα παλάτια.
Σκλάβος ραγιάδων έπεσες και ζεις ραγιάς ραγιάδων».
Γράφει ο Παντελής Αθανασιάδης
Περισσότερα:
*Γκραβούρα του Ακροκορίνθου
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου