Ο ανεπανάληπτος, η ελεύθερη φωνή
όπως υπήρξε όλες, μα όλες, τις εποχές
(ακόμη και σε δύσκολες ή άτυχες στιγμές του)
...."Νάσου πετιέται από ξ' αρχής..."
Όσοι πιστοί αναγνώστες, ας απολαύσουν ένα κείμενο του, του 1975
"στα μαρμαρένια αλωνια" της σοφίας του που μένει αλώβητο
όσοι αιώνες κι αν περάσουν...
ΜΕΙΝΕ ΜΟΥΣΙΚΟΣΥΝΘΕΤΗΣ - του Μίκη Θεοδωράκη
Κάποια αθηναϊκή απογευματινή εφημερίδα, στον ζήλο της
να κεραυνοβολήσει την τόσο ενοχλητική (γι’ αυτήν) ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,
την κατηγόρησε γιατί χρησιμοποιεί σαν συνεργάτες ανθρώπους άσχετους
προς το επάγγελμα, «ποιητές, ηθοποιούς και μουσικοσυνθέτες».
Ο μουσικοσυνθέτης είμαι φυσικά εγώ.
Ο τίτλος είναι σωστός.
Αυτό είναι το επάγγελμά μου.
Όμως ποιοι και πότε το μεταχειρίζονται και το προβάλλουν;
Αυτό έχει σημασία. Ευρύτερη.
Γι’ αυτό ας μου επιτραπεί σήμερα κάποιος τόνος προσωπικός,
αυτοβιογραφικός.
Στα 1952 μετά το Μακρονήσι, εγκαταστάθηκα στην Άνω Νέα Σμύρνη.
Ήταν ένα δωμάτιο 2 Χ 3 στα Τατάβλα.
Μόλις είχε πεθάνει ένας συναγωνιστής μου φυματικός
(δεν άντεξε στις ταλαιπωρίες)
και οι γείτονες -κι αυτοί συνεξόριστοι- έσπευσαν
να μου παραχωρήσουν το κρεβάτι του.
Δεν πρόφτασα όμως να πλαγιάσω.
Η πόρτα χτύπησε και το αστυνομικόν «όργανον» μου είπε
στον τόνο εκείνης της εποχής:
«Τι κοιμάσαι ρε, σε περιμένει ο κ. Διοικητής».
Ντύθηκα και τον ακολούθησα.
Το Αστυνομικό Τμήμα το γνώριζα καλά. Σ
τα Δεκεμβριανά το είχαμε καταλάβει και φροντίσαμε
να πάνε σπίτια τους και οι 189 αιχμάλωτοι.
Στα 1947 πέρασα από το κρατητήριο
πριν μας μπαρκάρουν για την Ικαριά.
Και το 1948 πέρασα ένα μήνα στην απομόνωση πριν μας πάνε
στην Γενική Ασφάλεια κι από κει πάλι για Ικαριά και Μακρονήσι.
Με πάνε λοιπόν κατ’ ευθείαν στη σήμανση.
Δακτυλικά αποτυπώματα για εκατοστή φορά και μετά στον κ. Διοικητή.
- Θα δίνεις δυο φορές την εβδομάδα «παρών», μου λέει.
Και συνεχίζει με το γνωστό ύφος:
- Μην κάνεις λάθος και κουνηθείς.
Δεν αστειευόμαστε. Το ξέρεις καλά.
Κοίτα, ρε παιδί μου, τη δουλειά σου.
Μ ε ί ν ε μ ο υ σ ι κ ο σ υ ν θ έ τ η ς.
*
Στα 1960, μαζί με τον Μποστ, φτιάξαμε το Κέντρο «ΜΥΡΤΙΑ»
στο Καλαμάκι. Εκεί κάποιο βράδυ αιφνιδίως μας έσβησαν τα φώτα.
Οι ασφαλίτες μπήκαν ομαδικά μέσα.
Ήθελαν να μας τρομοκρατήσουν για να το κλείσουμε «αυθορμήτως».
Την άλλη μέρα με κάλεσε ο κ. Ρακιντζής.
Αρχηγός της Αστυνομίας.
- Όλα καλά, μου λέει. Όμως δεν θέλω πολιτικολογίες.
Άστα αυτά για τους ειδικούς. Τους πολιτικούς.
Εσύ μ ε ί ν ε μ ο υ σ ι κ ο σ υ ν θ έ τ η ς….
Αργότερα, τον χειμώνα του ‘ 61, στις περίφημες εκλογές που έμειναν
στην ιστορία σαν εκλογικό πραξικόπημα, εγώ γύριζα με Μπιθικώτση,
Λειβαδίτη και Παϊζη (και οι τρεις Μακρονησιώτες)
στην απαγορευμένη περιοχή: Μακεδονία και Θεσσαλία:
Παντού στρατός, τανκς, χωριάτες στοιβαγμένοι σε φορτηγά
και τρακτέρ για να γίνουν «αυθόρμητοι ακροατές» των προεκλογικών
συγκεντρώσεων της ΕΡΕ. Γύρω μας χωροφυλακή και ΕΣΑ.
Ασφυκτικά απομονωμένοι (μόνο ένας γενναίος μου έσφιξε
το χέρι στα σκοτεινά, στην Κοζάνη).
Στο τέλος μας λιθοβόλησαν…
Στον γυρισμό στην Αθήνα, με προσκάλεσε ο Διευθυντής
μιας εβδομαδιαίας κυβερνητικής εφημερίδας:
- Έχε τις ιδέες σου, μου είπε, όμως να μην τις λες…
(αυτός ήταν πιο γενναιόδωρος).
Μ ε ί ν ε μ ο υ σ ι κ ο σ υ ν θ έ τ η ς…
Τα χρόνια περνούν.
Στην Θεσσαλονίκη δολοφονούν τον Λαμπράκη.
Το Κίνημα Νεολαίας φουντώνει. Κυβέρνηση Κέντρου.
Το πραξικόπημα του βασιλιά. Και φτάνουμε στη Δικτατορία.
Έως εκείνη τη στιγμή, την 21η Απριλίου, το «μουσικοσυνθέτης»
δίνει και παίρνει:
- Είναι καλός μουσικός. Τι την θέλει την πολιτική;
Γιατί δεν μ έ ν ε ι ς μ ο υ σ ι κ ο –σ υ ν θ έ τ η ς;
Όμως την αυγή εκείνης της αλησμόνητης απριλιάτικης μέρας,
ο μουσικοσυνθέτης έκανε «φάλτσο».
Και μετά και άλλα πολλά «φάλτσα» (φάλτσο σημαίνει παραφωνία).
Παραφωνία μέσα στην κακοφωνία
των στρατιωτικών εμβατηρίων, βεβαίως.
Όμως παραφωνία και ως προς την γενική στάση των «ειδικών».
Δηλαδή της πολιτικής ηγεσίας που καταποντίστηκε αύτανδρη.
Αν έψαχνες ακόμα και με τον φακό, δεν θα εύρισκες
έναν «επαγγελματία πολιτικό» για να σου πει τι θα ‘πρεπε να κάνεις
σ’ εκείνες τις δύσκολες στιγμές.
Όμως και άλλοι «ειδικοί» εσιώπησαν, φρονίμως πράττοντες.
Διότι οι ώρες ήταν πονηρές.
Και κανείς δεν γνώριζε ούτε ποιοι είναι οι δικτάτορες
ούτε ποιες είναι οι προθέσεις τους.
Κάποιοι άλλοι προκάτοχοί τους, στην Ινδονησία λ.χ. είχαν λύσει
το πρόβλημά τους με μέθοδο χασάπικη.
Κάτι μεταξύ 300 και 500 χιλιάδων νεκρών.
Μικροπράγματα… Ήδη οι φήμες, από τις πρώτες στιγμές
της δικτατορίας, οργίαζαν.
Στον Ιππόδρομο σφάζουν ομαδικά.
Στου Καραϊσκάκη εκτελούν. Εδώ δέρνουν. Εκεί βασανίζουν.
Γενικό λοιπόν μούδιασμα. Γενική παράλυση και φόβος.
Όσοι πιάστηκαν, πιάστηκαν.
Αυτοί όμως που έμειναν «ελεύθεροι» ή κρυμμένοι, δεν ήξεραν
τι τους περίμενε. Αμπαρωμένοι μέσα στα σπίτια τους, χωρίς τηλέφωνο,
χωρίς καμμιά επικοινωνία με τους άλλους,
περίμεναν όλοι με τρόμο το μοιραίο.
Ίσως να μας βγάλουν, όπως οι Γερμανοί από τα σπίτια μας,
σκέφτονταν μερικοί και να μας οδηγήσουν σε πλατείες.
Το ΜΠΛΟΚΟ που όλοι το είχαν ζήσει, ξαναρχόταν οδυνηρά
απειλητικό μέσα από τις κατοχικές μνήμες.
Ενώ όλος ο κόσμος περίμενε ν’ ακούσει από κάπου
κάποιαν «άλλη φωνή»… Εκτός από τα εμβατήρια
και τα «Διατάσσομεν και αποφασίζομεν»…
Κι αυτή η «άλλη φωνή» σιγά-σιγά ακούστηκε.
Πόσοι ήσαν αυτοί που τη γέννησαν; Ήσαν δέκα, πενήντα, διακόσιοι;
Κανείς δεν ξέρει. Γιατί κανείς δεν θέλησε να ενδιαφερθεί ως σήμερα
και να μάθει πώς γεννήθηκε σ’ εκείνες τις ώρες αυτή η «άλλη φωνή».
Αυτή η «άλλη φωνή» που έκοψε τον μονόλογο των δικτατόρων.
Που ΑΡΧΙΣΕ τον αντίλογο στη Δικτατορία, δείχνοντας
από εκείνη την ώρα ότι στην Ελλάδα η φωνή της Ελευθερίας
δεν πνίγεται ποτέ!
Ούτε για μια στιγμή!
Φυσικά αυτή η φωνή δεν είχε καμμιά υλική δύναμη.
Όμως, είχε τη δική της ηθική ακτινοβολία και σημασία.
Πόσο μεγάλη και πόσο σημαντική ήταν, αυτό επαναλαμβάνω,
κανείς ως σήμερα δεν καταδέχτηκε όχι μόνο να το εκτιμήσει
αλλά ούτε απλώς να το καταχωρήσει.
Είναι σαν να μην έγινε!
Από τον Απρίλιο ως τον Δεκέμβρη του ΄67, η περίοδος αυτή είναι
τόσο άγνωστη και ανεξερεύνητη για τον ελληνικό λαό,
όσο και η ζούγκλα του Αμαζονίου… Γιατί;
Τώρα που το ξανασκέφτομαι με το πρίσμα πάντοτε
του «μουσικοσυνθέτη», βρίσκω ότι δίκαια αποφεύγουν να μιλούν
οι σημερινοί «ειδικοί» και «υπεύθυνοι» για κείνες τις μέρες,
γιατί αυτί που πήραν μέρος στη δημιουργία εκείνων των γεγονότων
ήταν όλοι τους φάλτσοι… Εν πάση περιπτώσει η μουσική τους
δεν ταίριαζε καθόλου με το γενικό τροπάριο που έψελναν εν χορώ
οι «ειδικοί», οι «υπεύθυνοι» και οι «παράγοντες»
και που τα λόγια του ήταν περίπου τα εξής:
- Βασίλη, κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης κλπ. κλπ.
Όμως εκείνη η περίοδος είχε για μένα ένα ανέλπιστο πλεονέκτημα:
«Ξαφνικά ΟΛΟΙ ξέχασαν ότι είμαι «μουσικοσυνθέτης»…
Είχα γίνει για Δεξιούς και Αριστερούς, πλούσιους και πτωχούς,
γέρους και νέους, ο αγωνιστής!
Και το περίεργο είναι ότι ΟΛΟΙ έβρισκαν
ότι μου ταιριάζει πολύ αυτός ο ρόλος.
Πώς του πάει, αλήθεια, έλεγαν, η παρανομία!
Και αργότερα έβρισκαν ότι μου ταίριαζε επίσης πάρα πολύ
η Ασφάλεια και του «Αβέρωφ» και η Ζάτουνα και ο Ωρωπός.
Ήμουν γεννημένος γι’ αυτά!
Και το μεγάλο μου ταλέντο ήταν ακριβώς αυτό: η φυλακή!
Και φυσικά κανείς τότε δεν σκέφτηκε να μου πει:
«Μα τι θέλεις τέλος πάντων κι ανακατεύεσαι με τα πολιτικά
και μπαίνεις στις φυλακές εσύ, ένας μουσικοσυνθέτης;».
Μερικοί βέβαια στενοχωρήθηκαν, γιατί δεν μου δόθηκε η ευκαιρία
να προχωρήσω τα αγωνιστικά μου προσόντα ακόμα πιο μακριά:
π.χ. ως ένα ηρωικό θάνατο.
Ξέρω ότι δεν μου συγχώρησαν ποτέ αυτό το λάθος (δηλ. το να επιζήσω).
Έτσι, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1967 το Πρακτορείο ΤΑΣ
μετέδιδε την ακόλουθη δήλωση:
«Η Σοβιετική Κυβέρνηση έλαβε γνώσιν των πληροφοριών
δια την προετοιμαζομένην φυσικήν εξόντωσιν
του κρατουμένου επιφανούς πολιτικού και κοινωνικού παράγοντα
της Ελλάδος Μ.Θ.». Και παρακάτω:
«Ο Μ.Θ. με τη δραστήρια πάλη του για την ειρήνη και τη φιλία
μεταξύ των λαών όλης της ανθρωπότητος, κατέκτησε τον σεβασμό
και την αναγνώριση του Σοβιετικού Λαού
και εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο…».
Και παρακάτω:
«Η εκδίκηση κατά του Μ.Θ. και οιαδήποτε άλλη ενέργεια
που θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του,
θα συναντήσει την οργή του Σοβιετικού Λαού».
*
Έτσι λοιπόν έγινα πολιτικός και κοινωνικός παράγων.
Και μάλιστα επιφανής.
Κι αυτός ο χαρακτηρισμός που τον κάνει η ίδια
η Σοβιετική Κυβέρνηση, φαίνεται ότι απηχούσε
την Κοινή Γνώμη της εποχής.
Επειδή όλα θάβονται μεθοδικά και επιτήδεια από τους επιτήδειους
και επειδή τυχαίνει να είμαι κι εγώ σκληροτράχηλος
και να μην το βάζω ποτέ κάτω, έτσι και τώρα με κέφι βάζω
στη μπάντα την μετριοφροσύνη, για να θυμίσω
σε όσους ξαναθυμήθηκαν τον «μουσικοσυνθέτη»
(που πάει να πει «κοίταζε τη μουσική σου και άσε μας
εμάς τους ειδικούς να φροντίσουμε για τα κοινά»),
ότι οι «ειδικοί» και οι «υπεύθυνοι» όπως και οι καπετάνιοι,
στη φουρτούνα φαίνονται.
Ο μουσικοσυνθέτης (τι να κάνει;) μπήκε μέσα στην φουρτούνα.
Όμως εσείς πού ήσαστε;
Ποιο ήσαν στην παρανομία, στην Ασφάλεια και στην ΕΣΑ
και μετά στις φυλακές, αυτά όλα είναι γνωστά.
Μιλώ για τους τότε απόντες που σήμερα θέλουν
να μας δώσουν μαθήματα.
Και που την εποχή εκείνη, αν τύχαινε να συναντήσουν στο δρόμο
ακόμα και τα ανήλικα παιδιά μου, στρίβανε στην πρώτη γωνία.
Και από τους τόσους και τόσους σημερινούς καθηγητές αγωνιστικής
ηθικής, που τόσο όψιμα βγάζουν τους αντιστασιακούς τους αφρούς,
είναι ζήτημα αν μια χούφτα απ’ αυτούς τόλμησε να πλησιάσει
τους δικούς μου για να μάθει «αν ζουν»…
Τα χρόνια περνούν.
Στον Ωρωπό έρχομαι σε απ’ ευθείας επαφή με κείνο που λέγεται
«ιδεολογική κρίση».
Στην αρχή αποφεύγω να πάρω θέση.
Παλεύω για την ενότητα.
Μάταιος κόπος. Κάποτε, στις 25 του Μάρτη του ΄70, παίρνω θέση.
Κι έτσι ξαναγίνομαι μουσικοσυνθέτης…
Για μια διαφορετική πολιτική παράταξη τώρα…
*
Στο κρεβάτι της Clinica di Roma με επισκέπτεται αντιπροσωπεία
πρεσβείας σοσιαλιστικής χώρας.
Είναι Ιούλιος του ΄70.
Μου διαβιβάζουν πρόσκληση να επισκεφθώ τη χώρα τους.
Την εποχή εκείνη είμαι πρόεδρος του ΠΑΜ.
- Ευχαριστώ πολύ για την τιμή που κάνετε σε όλους τους αγωνιστές
του Πατριωτικού Μετώπου που εκπροσωπώ, τους λέω.
- Μας συγχωρείτε, μου απαντούν με αμηχανία.
Η πρόσκληση δεν απευθύνεται στον πρόεδρο του ΠΑΜ.
Σας καλούμε να μας επισκεφθείτε ως μ ο υ σ ι κ ο σ υ ν θ έ τ η ς…
Ώστε πάνε πια οι πολιτικές και αγωνιστικές περγαμηνές.
Σαν να μην έγινε τίποτα.
Λες και η ζωή μας γράφεται με κιμωλία πάνω στον μαυροπίνακα,
παίρνει ο δάσκαλος το σφουγγάρι και κραφ … όλα σβήνουν.
Ω αποθέωση του υποκειμενισμού και του άκρατου ιδεαλισμού!
«Δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα έξω από τη συνείδηση
του ανθρώπου», έλεγαν οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι του 19ου αιώνα.
Όμως κάποιος Καρλ Μαρξ και κάποιος Ένγκελς, απέδειξαν ότι
η ανθρώπινη συνείδηση είναι η τελειότερη λειτουργία της ύλης.
Με άλλα λόγια, έβαζαν το βάρος του κόσμου στη σωστή του θέση,
πάνω στην αντικειμενική, την υλική πραγματικότητα.
Έτσι και ένας οποιοσδήποτε θνητός αποτελεί μια αντικειμενική
πραγματικότητα που καμμιά σκοπιμότητα δεν μπορεί να αγνοήσει
και ακόμα πιο πολύ να την διαστρεβλώσει…
Η ζωή του, η δράση του, οι ιδέες του, το έργο του, το ήθος του,
οι πράξεις του γίνονται μια για πάντα και από τη στιγμή
που γίνονται, ανήκουν στην αντικειμενική πραγματικότητα.
Να όμως που οι υποτιθέμενοι οπαδοί του διαλεκτικού υλισμού βάζουν
την υποκειμενική τους κρίση πάνω από την πραγματικότητα,
όπως εκείνη λειτουργεί μέσα στη ζωή, μέσα στον λαό,
μέσα στην ιστορική ροή.. «Δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια.
Αλήθεια είναι αυτό που αποφασίζουμε εμείς».
Όταν φτάσαμε στις εκλογές τον περασμένο Νοέμβρη, ξέχασαν πάλι
ξαφνικά τον μουσικοσυνθέτη. Και θυμήθηκαν τον πολιτικό:
- Θέλουμε να συνεργαστείς μαζί μας σε ισότιμη βάση, μου είπαν
και οι δύο πλευρές.
Και την άλλη μέρα έγινα στον τύπο «ο σύντροφος Θεοδωράκης»!
Μετά εγκλημάτησα πάλι.
Αντί να γυρνώ στις συνοικίες του Πειραιά και να κάνω
φτηνή προσωπική μικροπολιτική, γύρναγα όλη την Ελλάδα
μιλώντας πάντα για την Αριστερά, για όλη την Αριστερά!
Παρά τα γνωστά αποτελέσματα, για τα οποία από μια πλευρά
έγινε και αυτοκριτική, εγώ συνέχισα τη συνεργασία.
Έως τη μέρα που κάποιος παλιός καλός σύντροφος,
με τον οποίο υποτίθεται ότι θα σκεφτόμαστε από κοινού
για ορισμένα θέματα, μου λέει ξαφνικά:
- Και άκου κάτι: άσε μας εμάς να φροντίζουμε για την πολιτική.
Μην κάνεις δηλώσεις.
Κάνε μόνο μουσική.
Μ ε ί ν ε μ ο υ σ ι κ ο σ υ ν θ έ τ η ς!
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 26.9.1975