Η 14η Μαΐου του 1796 είναι μια ημερομηνία
καθοριστική για την ιστορία της ανθρωπότητας.
Ήταν η ημέρα που ο Έντουαρντ Τζένερ από ένας απλός άγγλος γιατρός
μετατράπηκε αίφνης στον αδιαφιλονίκητο «πατέρα της σύγχρονης ανοσολογίας»
σώζοντας (μελλοντικά) εκατομμύρια ζωές.
Ο Τζένερ γεννήθηκε στις 17 Μαΐου του 1749 στη μικρή πόλη
Μπέρκλεϊ του Γκλόστερσερ.
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του, το 1773, επέστρεψε στο Μπέρκλεϊ
και άρχισε να εξασκεί το ιατρικό επάγγελμα.
Ο Τζένερ ήταν ιδιαίτερα παρατηρητικός, καθώς είχε πολλές ενασχολήσεις
που απαιτούσαν παρατηρητικότητα, όπως η μελέτη φυτών
και η συλλογή απολιθωμάτων.
Στην περιοχή του ήταν πολύ συχνή η προσβολή των βοοειδών από δαμαλίτιδα,
η οποία είναι μία μορφή ευλογιάς που προσβάλλει κατά κύριο λόγο τα βοοειδή.
Το 1788, η επιδημία ευλογιάς στο Γκλόστερσερ ήταν πολύ έντονη και ο Τζένερ
παρατήρησε ότι όσοι γεωργοί είχαν προσβληθεί
από την -πολύ ηπιότερη- δαμαλίτιδα, δεν προσβάλλονταν από ευλογιά,
ενώ αντίθετα όσοι προσβάλλονταν δεν είχαν ποτέ αρρωστήσει από δαμαλίτιδα.
Τις παρατηρήσεις του αυτές, τις έθεσε υπ' όψη μεγάλων επιστημόνων
της ιατρικής επιστήμης, εκείνοι όμως δεν έδωσαν σημασία στο πόρισμα
του Τζένερ, ότι το μικρόβιο της δαμαλίτιδας δημιουργεί ανοσία για την ευλογιά,
αποδίδοντας τις περιπτώσεις που ανέφερε, σε απλή σύμπτωση.
Με πειράματα διαπίστωσε ότι η δαμαλίτιδα μπορούσε να μεταδοθεί
από έναν άνθρωπο στον άλλο με εμβολιασμό.
Ήταν βέβαιος ότι ο εμβολιασμένος έτσι δεν θα είχε φόβο να τον πιάσει η ευλογιά,
δεν μπορούσε όμως να βρει κανένα να δεχτεί να του κάνει εμβόλιο δαμαλίτιδας.
Η ευκαιρία του δόθηκε όταν μία νεαρή αγρότισσα τον επισκέφθηκε
με συμπτώματα δαμαλίτιδας.
Ο Τζένερ προσεκτικά πήρε το υγρό των εξελκώσεων που είχαν εμφανιστεί
στο χέρι της νεαρής γυναίκας και αποφάσισε να το μεταγγίσει στο σώμα
ενός υγιούς ατόμου.
Πίστευε ότι οι μικροοργανισμοί που προκαλούσαν τη δαμαλίτιδα θα έκαναν
το σώμα του υγιούς ατόμου ικανό να αντιμετωπίσει μελλοντικό κρούσμα ευλογιάς.
Στις 14 Μαΐου του 1796, ο Τζένερ έκανε το πείραμά του στον οκτάχρονο
Τζέιμς Φιπς, ο οποίος ήταν γιος του κηπουρού του.
Προς μεγάλη κατάπληξη του Τζένερ, ο κηπουρός του δέχτηκε
τη διεξαγωγή του πειράματος.
Ο Τζένερ εμβολίασε, τρόπον τινά, τον Φιπς με μικρόβιο δαμαλίτιδας.
Αν η θεωρία του ήταν ορθή, ο Τζέιμς δεν θα πάθαινε ποτέ ευλογιά.
Έτσι, ο Τζένερ έκανε δύο μικρές επιφανειακές τομές στον αριστερό βραχίονα
του μικρού και τις επάλειψε με το υγρό που είχε αφαιρέσει
από τη νεαρή αγρότισσα.
Ύστερα επέδεσε τον βραχίονα.
Ο μικρός Τζέιμς προσβλήθηκε από πολύ ήπια μορφή δαμαλίτιδας.
Τον επόμενο Ιούλιο, όταν ο μικρός είχε συνέλθει τελείως, ο Τζένερ
τον εμβολίασε και πάλι, αυτή τη φορά με κανονικό ιό ευλογιάς.
Ο μικρός δεν προσβλήθηκε από ευλογιά κι έτσι ο Τζένερ είχε την επιβεβαίωση
της θεωρίας του.
Ο Τζένερ δε δίστασε να επαναλάβει το πείραμα και σε άλλα παιδιά,
μεταξύ των οποίων ήταν και ο ηλικίας 11 μηνών γιος του.
Μετά την επιτυχία του πειράματος, πολλοί δέχτηκαν χωρίς δυσκολία
να τους εμβολιάσει κατά της ευλογιάς.
Το 1797 υπέβαλε τα αποτελέσματα των ερευνών του
στη Βασιλική Εταιρεία, η οποία τα απέρριψε.
Το 1798, ο Τζένερ υπέβαλε εκ νέου τις ανακαλύψεις του και η Εταιρεία
ενέκρινε τη δημοσίευσή τους, η οποία πραγματοποιήθηκε υπό τον τίτλο
«Έρευνα επί των αιτίων και των αποτελεσμάτων της ευλογιάς»
(An Inquiry into the Causes and Effects of the Variolae Vaccinae).
Ο Τζένερ αποκάλεσε τη διαδικασία vaccination (εμβολιασμός) από το όνομα
του ιού variolae vaccinae, που σημαίνει στα λατινικά «ευλογιά των αγελάδων»,
ενώ ήταν και ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο virus (ιός).
Η δημοσίευσή του δεν έγινε ευμενώς δεκτή.
Αντίθετα λοιδορήθηκε σχεδόν από το σύνολο του Τύπου, ενώ σφοδρή
ήταν και η επίθεση που δέχθηκε από την Εκκλησία που ισχυριζόταν ότι
«ο εμβολιασμός ήταν απεχθής πράξη και ενάντια στη θεϊκή θέληση».
Λίγο αργότερα, και παρά τις αντιδράσεις, ο εμβολιασμός εισήχθη
στο νοσοκομείο του Αγίου Θωμά.
Στην πράξη, πρώτα χρησιμοποιήθηκε στο βρετανικό στρατό και το ναυτικό,
για να διαδοθεί κατόπιν σε όλη την Αγγλία.
Η μέθοδος γρήγορα διαδόθηκε τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Πλέον, δύο αιώνες μετά, η ανακάλυψή του θεωρείται ότι έσωσε
περισσότερες ζωές σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη ανακάλυψη.
Ανθρώπινη ολιγωρία, αυτή η μάστιγα
Το πόσο πολύ άλλαξαν τα εμβόλια τον ρου της ανθρωπότητας
προς το καλύτερο φυσικά, παραδέχεται και ο Κοράντο Αουτζας
σε κείμενό του στην «La Repubblica».
Ο ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος αναφέρει την φονική επιδημία
πανούκλας που έπληξε το Μιλάνο
από το 1629 έως το 1631 -όχι τόσο επειδή έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι
από ένα εκατομμύριο άνθρωποι αλλά γιατί για πρώτη φορά το κακό
δεν ερμηνεύτηκε ως θεία τιμωρία
αλλά ως «συνέπεια της ανθρώπινης κακίας ή ανοησίας», και παρόλο
που στην εξάπλωση της πανδημίας στην ευρύτερη περιοχή συνέβαλε
(σχεδόν αποκλειστικά) η ολιγωρία των τοπικών αρχών
να πάρουν μέτρα κατά της αρρώστιας.
«Σε αυτόν τον περιπετειώδη πόλεμο μεταξύ ανθρωπότητας και ιών,
ομολογώ ότι με εντυπωσίασε πολύ η ιστορία των θυμάτων της πανώλης
της πανώλης του 17ου αιώνα που έφεραν στο Μιλάνο οι γερμανοί μισθοφόροι
της εποχής εκείνης.
Το να αποδώσουμε την αιτία του λοιμού σε ένα τσούρμο κακούς
ή ιδιοτελείς άντρες που πήγαν, δήθεν, να δηλητηριάσουν εν γνώσει τους
τα πλήθη, είναι σαφώς ανοησία.
Αλλά πίσω από αυτήν την παράλογη εξήγηση, βρίσκεται μια πρόχειρη
λαϊκή ερμηνεία της εποχής εκείνης, όπου το κακό δεν θεωρείται πλέον
ως αποτέλεσμα θείας οργής, αλλά ένα δεινό προερχόμενο
από την ανθρώπινη κακία ή την ηλιθιότητα.
Η μεταφορά της αιτίας της πανώλης «από τον ουρανό στη γη» ήταν
μια προϋπόθεση προκειμένου να φανταστούν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης
ότι μπορούν να την θεραπεύσουν, μόλις βρεθούν τα εργαλεία.
Και αυτά ήρθαν, με την ανακάλυψη του μικροσκοπίου και του κόσμου
που προέκυπτε από αυτά που έμπαιναν από κάτω του.
Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια μεταξύ των πρώτων πειραμάτων
που έγιναν με ένα ζευγάρι φακών, κολλημένο πάνω σε ένα μεταλλικό σωλήνα
έως την εφεύρεση ενός πραγματικού μικροσκοπίου ικανό να ανιχνεύσει ιούς»,
αναφέρει στο εκτενές άρθρο του ο Αουτζας.
«Αυτές οι μικρές συσκευές, τα μικροσκόπια, μας αποκάλυψαν έναν κόσμο
που κανείς δεν είχε υποψιαστεί ποτέ ότι υπήρχε.
Μια σταγόνα ξιδιού κάτω από τον μικροσκοπικό φακό αποκάλυπτε ότι
κατοικείται από μικροσκοπικά χέλια.
Ομοίως μια σταγόνα αίματος, μια στάλα σπέρματος, ένα μάτι μύγας,
λίγο στάσιμο νερό.
Ανακαλύψαμε ιούς, μάθαμε να τους αναλύουμε,
να τους αντιμετωπίζουμε με εμβόλια», καταλήγει με νόημα ο Ιταλός.
Πως εξαλείψαμε την ευλογιά και την χολέρα
Η πρώτη επιδημία ευλογιάς, γνωστή και σαν Variola
(από τη λατινική λέξη «varus» που σημαίνει «σημάδι στο δέρμα»),
που αναφέρεται στη Ιστορία συνέβη το 1.350 π.χ.
στην αρχαία Αίγυπτο και στη Ασία.
Ο Φαραώ Ραμσής ο πέμπτος πέθανε από ευλογιά τo 1.157 π.χ.
καθώς σημάδια ευλογιάς διαπιστώθηκαν στη μούμια του.
Το 18ο αιώνα, μόνο στη Ευρώπη πέθαναν εξαιτίας της ευλογιάς
πάνω από 60 εκατομμύρια άνθρωποι.
Το ένα τρίτο όσων επέζησαν, έμειναν τυφλοί.
Το γεγονός ότι τα άτομα που επιβίωναν από τη νόσο δεν ξανανοσούσαν,
ώθησε μια Βουδίστρια καλόγρια στην Κίνα (1022-1063), να παίρνει ξύσματα
από κρούστες ευλογιάς, να τα τοποθετεί σε σκόνη και να τα φυσά στη μύτη
υγιών ατόμων (Variolation).
Αυτή η πρακτική συνεχίστηκε μέχρι το 1800 σε πολλές χώρες της Ασίας.
Στη Ευρώπη άρχισε το 1710 και συνεχίστηκε μέχρι την ανακάλυψη του εμβολίου.
Κάπως έτσι, η τελευταία επιδημία ευλογιάς συνέβη
το 1967 με 15 εκατομμύρια ασθενείς και 2 εκατομμύρια θανάτους.
Τη χρονιά εκείνη η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας άρχισε παγκόσμια εκστρατεία
με σκοπό τον περιορισμό και την εξάλειψη της νόσου.
Η συστηματική χορήγηση του εμβολίου άρχισε σε παγκόσμια βάση μόλις το 1956.
Οι μαζικοί εμβολιασμοί ήταν πολύ αποτελεσματικοί και το τελευταίο
κρούσμα ευλογιάς σημειώθηκε στις 26 Οκτωβρίου του 1977 στη Σομαλία,
ενώ ο τελευταίος θάνατος καταγράφηκε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1978
σε ένα εργαστήριο στο Μπέρμιγχαμ λόγω τυχαίας επιμόλυνσης.
Η χορήγηση του εμβολίου συνεχίστηκε για άλλα δυο χρόνια
και η ιστορία του τελείωσε με την ανακοίνωση της Παγκόσμιας
Οργάνωσης Υγείας στη Γενεύη στις 8 Μαΐου του 1980
για την πλήρη εξάλειψη της ευλογιάς σε όλο τον κόσμο.
Ομοίως και με την χολέρα, ένα νόσημα που προκαλείται από το βακτήριο
δονάκιο της χολέρας (Vibrio cholerae) και χαρακτηρίζεται από έντονη διάρροια,
η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρή αφυδάτωση.
Οφείλεται στην κατανάλωση νερού, γάλακτος, ή τροφών που έχουν μολυνθεί
εξαιτίας των ανθυγιεινών τρόπων λειτουργίας των συστημάτων ύδρευσης
και αποχέτευσης.
Ο πρώτος, που ανακάλυψε το μικρόβιο της χολέρας ήταν ο Ιταλός ιατρός
Φίλιπο Πατσίνι το 1854, κατά τη διάρκεια επιδημίας στη Φλωρεντία.
Δυστυχώς η ιταλική ιατρική κοινότητα αγνόησε παντελώς την ανακάλυψη του,
γιατί δεν πίστεψε ότι ασθένειες όπως η χολέρα οφείλονταν σε μικρόβια.
Την ίδια χρονιά ο Βρετανός ιατρός Τζον Σνόου απέδειξε ότι η χολέρα
μεταδιδόταν με μολυσμένο νερό - ειδικά το προερχόμενο από τα στάσιμα ύδατα
του Τάμεση - και όχι με τον αέρα όπως πίστευαν τότε.
Το 1865, κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας χολέρας στη Μασσαλία,
ο Λουί Παστέρ έκανε μια σειρά από πειράματα για να εντοπίσει το μικρόβιο
χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Το μικρόβιο της χολέρας ανακαλύφθηκε τελικά ξανά το 1883
από το Γερμανό ιατρό Ρόμπερτ Κοχ, πείθοντας την ιατρική κοινότητα ότι
πράγματι ασθένειες όπως η χολέρα οφείλονταν σε μικρόβια.
Το 1879, ο Σαρλ Σαμπερλάν, βοηθός του Παστέρ, ανακάλυψε τυχαία το εμβόλιο
κατά της χολέρας.
Εμβολίασε κοτόπουλα με εμβόλιο που κατασκεύασε από παλιά καλλιέργεια
υλικού από κοτόπουλα, που έπασχαν από χολέρα και διαπίστωσε ότι
τα εμβολιασμένα κοτόπουλα δε νοσούσαν.
Παρ’ όλο που το εμβόλιο ανακαλύφθηκε το 1879, τα πρώτα εμβόλια
κατά της χολέρας κυκλοφόρησαν το 1917.
Συνολικά μέχρι σήμερα υπήρξαν επτά πανδημίες χολέρας
από το 1817 μέχρι το 1970.
Συνολικά από το 1817 μέχρι σήμερα πέθαναν
πάνω από 45 εκατομμύρια άνθρωποι από τη χολέρα, ανάμεσά τους
και ο διάσημος μουσουργός Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι ο οποίος πέθανε
από χολέρα στις 6 Νοεμβρίου 1893 σε ηλικία 51 ετών.
Πολιομυελίτιδα, η επονείδιστη «παιδική παράλυση»
Η πολιομυελίτιδα εμφανίστηκε τους προϊστορικούς χρόνους.
Ζωγραφιές και ανάγλυφα παρουσιάζουν άτομα με παράλυση στην αρχαία Αίγυπτο.
Το 1916 κατεγράφησαν στη Νέα Υόρκη πάνω από 9.000 κρούσματα.
Το 1921 ο μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ, Φραγκλίνος Ρούσβελτ προσβάλλεται
από πολιομυελίτιδα σε ηλικία 39 ετών.
Όταν το 1932 εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ, κατάφερε με επιτυχία
να αποκρύψει την αναπηρία του, καθ’ όλην τη διάρκεια της προεδρίας του.
Οι φωτογραφίες τον έδειχναν συνήθως από τη μέση και πάνω!
Το 1934 συνέβη μια νέα επιδημία στο Λος Άντζελες,
με πάνω από 3.000 κρούσματα, ενώ η επόμενη μεγάλη επιδημία συνέβη
μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο με 20.000 περιστατικά (1945-1949).
Το 1952-53 συνέβη μια νέα μεγάλη επιδημία και στις 48 πολιτείες των ΗΠΑ
με 93.000 κρούσματα, 5.000 θανάτους και πάνω από 30.000 παραλύσεις,
κατά συντριπτική πλειοψηφία παιδιών ηλικίας από 8 έως 16 ετών.
Το 1935 έγινε η πρώτη απόπειρα παρασκευής του εμβολίου με πλήρη αποτυχία.
Το ίδιο το εμβόλιο προκαλούσε πολιομυελίτιδα
σοβαρής και θανατηφόρας μορφής.
Το πρώτο αποτελεσματικό εμβόλιο εναντίον της πολιομυελίτιδας
παρασκευάστηκε σε ενέσιμο μορφή από τον Τζόνας Σάλκ το 1954
στο Πίτσεμπεργκ των ΗΠΑ χρησιμοποιώντας νεκρούς ιούς.
Η χορήγηση του άρχισε τον επόμενο χρόνο.
Το 1959 ο Aλμπερτ Σάμπιν κατασκευάζει και δοκιμάζει το νέο εμβόλιο
με μεγάλη κλινική επιτυχία και το 1962 αντικαθιστά πλήρως το εμβόλιο του Σαλκ.
Το νέο εμβόλιο εχορηγείτο από το στόμα και εθεωρείτο πιο αποτελεσματικό.
Η μαζική χορήγηση του εμβολίου αυτού το 1961 και το 1963 συνέτεινε
στη δραματική πτώση των περιπτώσεων πολιομυελίτιδας παγκοσμίως,
από 350.000 κρούσματα το 1988, σε 1.170 το 2004
και μόνο 105 το 2005. (Σουδάν, Νιγηρία).
Το 1993 και το 1994 μόνο στην Ινδία και την Κίνα εμβολιάστηκαν
163 εκατομμύρια παιδιά σε μερικές μόνο μέρες (εβδομάδα πολιομυελίτιδας).
Μέχρι το 1995, 140 χώρες είχαν κηρυχθεί από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας
σαν ελεύθερες από πολιομυελίτιδα.
Σήμερα η πολιομυελίτιδα ενδημεί κυρίως σε τέσσερις χώρες, την Ινδία,
το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και τη Νιγηρία ενώ σε άλλες 30 Αφρικανικές
και Ασιατικές χώρες εμφανίζονται ακόμα σποραδικά κρούσματα.
Τα τελευταία χρόνια, μέσα στα πλαίσια του προγράμματος
Global Polio Eradication Initiative (GPEI) γίνονται μαζικοί εμβολιασμοί
στις χώρες αυτές με στόχο την πλήρη εξάλειψη της νόσου
τα επόμενα πέντε χρόνια, μέχρι το 2025.