Μία μικρή «πρωταγωνίστρια» στα μαθητικά θρανία...
Όταν φοιτούσε η μικρή Έλλη - αρχές της δεκαετίας του ’70 - στην πρώτη Τάξη
του Δημοτικού κάπου στη Σταυρούπολη, οι συμμαθητές της, την πειράζανε:
«Έλλη, να ένα σάπιο μήλο» της λέγανε τα πιτσιρίκια για να κάνουν καζούρα
κι αυτή τους πετούσε γομολάστιχες.
Ήταν, βλέπετε, μία μικρή «πρωταγωνίστρια» στα μαθητικά θρανία,
καθώς το αναγνωστικό των Ι. Γιανέλη και Γ .Σακκά, που είχε ως εξώφυλλο
δύο μαθητές ντυμένους στα χρώματα της ελληνικής σημαίας
παρακολουθούσε τη ζωή μιας τυπικής οικογένειας.
Ο μπαμπάς Θωμάς, η μητέρα Φανή, η Άννα, ο Ρήγας, Νίνα και η Έλλη
είναι τα πρόσωπα του βιβλίου.
Η πιο διάσημη, βέβαια, ήταν η Έλλη και το μήλο της.
Το αναγνωστικό, το φιλοτέχνησε ο Κώστας Γραμματόπουλος με την Έλλη
να είχε γίνει αγαπημένη ηρωίδα των μαθητών.
«Έλλη, να ένα μήλο» έγραφε το Αλφαβητάριο στη σελίδα που οι μικροί μαθητές
διδάσκονταν το γράμμα μι «μ».
Φυσικά, ο τόνος ήταν περισπωμένη, καθώς μακρά παραλήγουσα
πριν από βραχεία λήγουσα παίρνει περισπωμένη.
Αυτή βαριότανε στις παραδόσεις και στο αργόσυρτο μίλημα του δασκάλου.
Στο οπισθόφυλλο του Αναγνωστικού ζωγράφιζε φούστες
και κάτι μπλουζάκια με στάμπες.
Κάτι που έμελλε να γίνει το επάγγελμά της στο μακρινό τότε μέλλον.
Ναι. Η Έλλη έγινε σχεδιάστρια ρούχων.
Τα καλοκαίρια στις διακοπές που έκλειναν τα σχολεία αυτή πάλι βαριότανε.
Για αυτό πήγαινε στις βιοτεχνίες της γειτονιάς
(μόλις είχε κλείσει τα δεκατρία) και γάζωνε τις πρώτες της δημιουργίες.
Ήτανε βέβαια κάτι μικροσκοπικά ρούχα για τις κούκλες της.
Μία πρόβα τζενεράλε, όταν πολύ αργότερα θα έντυνε αληθινές «κούκλες».
Ψιλόλιγνα μοντέλα σαν κρεμάστρες που περπατούσαν νωχελικά
στην πασαρέλα φορώντας τα δικά της εμπνευσμένα έργα.
Ναι, η Έλλη είχε αυτό που λέμε ντουέντε.
Στη συνέχεια, δουλειές αμέτρητες.
Πρώτο «χέρι» σε μεγάλες εταιρείες ένδυσης «έκοβε και έραβε» στην κυριολεξία.
«Μεταξύ τυρού και αχλαδίου» ήρθε ένας γάμος και δύο κορίτσια.
Τον άντρα της τον Γιώργο τον είχε γνωρίσει μαθήτρια ακόμη.
Τον είδε για πρώτη φορά στη Μονή Λαζαριστών,
όπου πήγαν μία Πέμπτη εκδρομή με τη Β’ Γυμνασίου.
Αυτή φορούσε ακόμη τη μπλε ποδιά με τον λευκό γιακά.
Αυτός φορούσε ένα καφέ καρώ παντελόνι καμπάνα
και οδηγούσε μία μοτοσικλέτα Honda.
Έμενε στον Εύοσμο, κοντά στις γραμμές του τραίνου.
Κουκλουτζά τον λέγανε τότε.
Πρώτο ραντεβού δώσανε στην πλατεία Ευόσμου.
Τότε είχε ένα ζαχαροπλαστείο που πουλούσε ωραία σαραγλί.
Εκεί μέσα δώσανε το πρώτο τους φιλί.
Πιο γλυκό και από το σαραγλί τους φάνηκε.
Αυτή συνέχιζε να σχεδιάζει ολόκληρες Κολεξιόν:
Άνοιξη – Καλοκαίρι και Φθινόπωρο – Χειμώνας στον υπολογιστή της.
Τα πατρόν έτοιμα.
Ριγέ, εμπριμέ, καμηλό και ένας σωρός από τόπια υφάσματος θα έμπαιναν
στον κόφτη μετά από τις δικές της παραινέσεις.
Η θέση της στην βιοτεχνία ισοδυναμούσε με τον ακρογωνιαίο λίθο.
Οι δικές της σχεδιαστικές επιλογές θα καθόριζαν και την ανταπόκριση
της αγοράς, καθώς ένα ρούχο ανταγωνιστικό είναι αυτό
που κερδίζει πάντα τον πελάτη.
Οι βιοτεχνίες πλέον λιγοστές στη Βόρεια Ελλάδα.
Από τη μία τα μνημόνια, από την άλλη η πανδημία του κορονοιού
που έπληξε το εμπόριο, μετέτρεψαν τον εργασιακό στίβο σε καθημερινό
πέρασμα ανάμεσα από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη.
Ποιος θα επιζήσει άραγε;
Άντζελα Ζιούτη
* Ευχαριστώ την κ. Έλλη Κόντου.
Σχεδιάστρια ενδυμάτων για τις πολύτιμες πληροφορίες.