Ο πολιτικός βίος του Ελευθερίου Βενιζέλου
συμπυκνώνει και φωτίζει την εξωτερική πολιτική
του νεοελληνικού εθνικού κράτους.
Στις συνθήκες της δομικής σύγκρουσης και της αναδιάταξης του διεθνούς
συστήματος των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, ο Κρητικός ηγέτης,
κατόρθωσε να αναδείξει την κομβική στρατηγική σημασία της Ελλάδας
και να μετασχηματίσει τη χώρα σε σημαντική βαλκανική και μεσογειακή δύναμη.
Η δράση του Βενιζέλου είναι ένα αυτόνομο και χρονικά μεγάλο ιστορικό μέγεθος
και ως εκ τούτου, θα μπορούσε να αποτελέσει μία πολύ χρήσιμη μελέτη
περιπτώσεων (case study) για την εμπειρική θεμελίωση του προτύπου
του ορθολογικού δρώντος (Ι), όπως αυτό διατυπώθηκε από το Graham Allison,
στο εμβληματικό έργο του Η Κρίση της Κούβας.
Λόγω της πληθώρας πολιτικών επιλογών του προαναφερθέντος προσώπου,
η παρούσα ανάλυση θα εστιαστεί αποκλειστικά και μόνο στη χρονική περίοδο
που προηγήθηκε της εισόδου της χώρας μας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο,
στο πλευρό της Αντάντ.
Σύμφωνα με το πρότυπο Ι οι κυβερνήσεις επιλέγουν τις ενέργειές τους
ως μονολιθικές οντότητες που έχουν ως κυρίαρχο σκοπό τους
την ενδυνάμωση της ισχύος τους.
Οι αποφάσεις που λαμβάνονται θα πρέπει να κατανοούνται ως αντιδράσεις
των κυβερνήσεων στις προκλήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος.
Τα κίνητρα των ενεργειών των διαμορφωτών αποφάσεων διέπονται
από την επιθυμία να εξυπηρετήσουν τους στόχους που η κυβέρνηση
έχει υιοθετήσει, οι σπουδαιότεροι των οποίων είναι η εθνική ασφάλεια
και η προώθηση του εθνικού συμφέροντος.
Για τη λήψη μίας απόφασης, σύμφωνα με το πρότυπο του ορθολογικού δρώντος,
συνήθως διανύονται τα παρακάτω στάδια:
Αποσαφήνιση σκοπών.
Εξαντλητική εκτίμηση της κατάστασης που θα διαμορφωθεί.
Επιλογή της καταλληλότερης από τις εναλλακτικές λύσεις.
Χρήση των καλύτερων δυνατών μέσων για την υλοποίηση της ενέργειας που έχει επιλεγεί.
Εκτίμηση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων.
Στο πρότυπο Ι του Allison εντάσσονται κυρίως αποφάσεις που λαμβάνονται
σε καταστάσεις κρίσης, στις οποίες συμμετέχει ένας περιορισμένος αριθμός
προσώπων και όπου τα χρονικά περιθώρια είναι αρκετά στενά.
Επιστρέφοντας στη μελέτη της επιλογής εισόδου της Ελλάδας
στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, κρίνεται απαραίτητη
μία σύντομη ανάλυση του Ανατολικού Ζητήματος.
Με τον όρο «Ανατολικό Ζήτημα», δηλώνονται οι διεθνείς συγκρούσεις γύρω
από τη θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις σχέσεις της
με τις δυνάμεις της Ευρώπης.
Αναφέρεται στη χρονική περίοδο των δυόμισι αιώνων από την έναρξη
της οθωμανικής παρακμής τον 17ο αιώνα έως και τη διάλυση
της αυτοκρατορίας το 1923: συμβατικά από την απόκρουση
της τελευταίας οθωμανικής επίθεσης κατά της Βιέννης το 1683,
έως τη σύναψη της Συνθήκης της Λωζάνης, της τελευταίας
από μία σειρά συνθηκών, με τις οποίες τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ο Κριμαϊκός Πόλεμος είχε ήδη δώσει τα πρώτα δείγματα των ανακατατάξεων
που έμελλαν να συγκλονίσουν την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Σταδιακά από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά το βρετανικό, κατά βάση,
δόγμα της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
άρχισε να ξεθωριάζει.
Η εγκαινίαση της διώρυγας του Σουέζ το 1869, είχε σημαδέψει τη Μεσόγειο
και το Αιγαίο ως νέο πεδίο ανταγωνισμού, ενώ η παραπαίουσα
Οθωμανική Αυτοκρατορία, -ιδιαιτέρως από τη Μικρά Ασία έως την Ανατολή-,
αποτελούσε την εναλλακτική οδό προς τις Ινδίες.
Ο οικονομικός ανταγωνισμός, ιδιαίτερα Γερμανίας και Γαλλίας,
για επενδύσεις στην σιδηροδρομική γραμμή σύνδεσης Ανατολής-Δύσης,
είχε νέα επίπτωση στο Ανατολικό Ζήτημα.
Αυτό σήμανε κάποια εξέλιξη στο ρομαντικό εθνικισμό της Μεγάλης Ιδέας,
ωστόσο δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορους και τους άλλους βαλκανικούς λαούς,
που ήλπιζαν και αυτοί στη συγκρότηση της δικής τους Μεγάλης Πατρίδας.
Η βαλκανική κρίση του 1875, που κατέληξε στην περίφημη
Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και στο σπουδαίο για τις μετέπειτα
διεθνείς εξελίξεις Συνέδριο του Βερολίνου (1878), ανέδειξε το τοπίο
της δυναμικής και ενίοτε βίαιης ζύμωσης που συντελούνταν
στα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Ελλάδα μπορεί να βγήκε ωφελημένη από αυτή τη νέα ευρωπαϊκή κρίση,
εφόσον τρία χρόνια αργότερα, το 1881, προσαρτήθηκε
στην ελληνική επικράτεια η Θεσσαλία, ωστόσο ο δρόμος έμοιαζε δύσκολος
για την έστω και εν μέρει εκπλήρωση των φιλόδοξων προσδοκιών της Μεγάλης Ιδέας.
Η άνοδος του γερμανικού ηγεμονισμού και αναθεωρητισμού μετά το 1870
και η αναβάθμιση της ταπεινωμένης Γαλλίας έδωσαν μία καινούρια
δυναμική στο ούτως ή άλλως άκρως περιπεπλεγμένο Ανατολικό Ζήτημα.
Έτσι, η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία εμποδίζονταν από τη Σερβία
και τη Βουλγαρία προκειμένου να πλησιάσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία,
η Ρωσία ήλεγχε τη Μαύρη θάλασσα, αλλά όχι πλήρως τα Δαρδανέλια
και φυσικά δεν είχε πρόσβαση στο Αιγαίο.
Η Γαλλία κατείχε σημαντικά τμήματα της Βορείου Αφρικής και επομένως
μερίδιο ελέγχου στη Μεσόγειο μαζί με την Αγγλία, που κυριαρχούσε
στην περιοχή με τον έλεγχο τόσο της Αιγύπτου,
όσο και του συνόλου της Μέσης Ανατολής.
Η -πρόσκαιρη- λύση επί του Ανατολικού Ζητήματος, δόθηκε με πόλεμο,
κατά τη διάρκεια του οποίου συγκρούστηκαν η Αντάντ
(Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία), με την Τριπλή Συμμαχία, τον αμυντικό
δηλαδή συνασπισμό της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας.
Όταν ταχύτατα ο ευρωπαϊκός πόλεμος γενικεύθηκε,
ο πρωθυπουργός της Ελλάδος, Ελευθέριος Βενιζέλος,
κλήθηκε να πάρει μία κρίσιμη απόφαση:
να εισέλθει η χώρα στον πόλεμο, συμμαχώντας
με εκείνον που εξυπηρετούσε
καλύτερα τα ελληνικά συμφέροντα
ή να τηρήσει αυστηρή ουδετερότητα,
θέση που υποστήριζε το Παλάτι;
Για τον Κρητικό ηγέτη, ήταν προφανές ότι τα συμφέροντα της χώρας,
ήταν συνδεδεμένα με τις Δυτικές Δυνάμεις και κατ’ εξοχήν τη Βρετανία,
η οποία, ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου στην Κεντρική Ευρώπη,
θα παρέμενε, σύμφωνα με την εκτίμησή του, κυρίαρχη στην περιοχή
της Ανατολικής Μεσογείου.
Ιδιαίτερη βαρύτητα στην προτίμησή του, είχε και η ισχυρή προσωπική του σχέση
με το Βρετανό Φιλελεύθερο πολιτικό Lloyd George, γεγονός, που θα αύξανε
τη διαπραγματευτική του ισχύ σε πιθανή μελλοντική διανομή των κερδών.
Αλλά και στον καθαρά εσωτερικό πολιτικό τομέα, οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές.
Το νέο φιλελεύθερο Σύνταγμα του 1911, η νέα συντριπτική εκλογική νίκη
που κατήγαγε ο Βενιζέλος και το Κόμμα των Φιλελευθέρων
το Μάρτιο του 1912 και ο Α’ και ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος που έθεσαν
τα γεωγραφικά-δημογραφικά θεμέλια της σύγχρονης Ελλάδας
και τερμάτισαν για τον ελλαδικό Ελληνισμό μία περίοδο οθωμανικής κατοχής
περίπου πέντε αιώνων, διαμόρφωσαν μία πρωτόγνωρη πολιτική
και εθνική ανάταση στον τόπο.
Λίγες μόνο ημέρες μετά την έκρηξη των εχθροπραξιών, ο Βενιζέλος
προσφέρθηκε να διαθέσει ελληνικό στρατό για να πολεμήσει στο πλευρό της Αντάντ.
Ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών, Edward Gray, δε φάνηκε διατεθειμένος
να αποδεχθεί αυτή την προσφορά, διότι στο στάδιο αυτό του πολέμου,
η βασική ανησυχία στα Βαλκάνια ήταν να εμποδισθεί η ευθυγράμμιση
με τις Κεντρικές Δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας.
Ωστόσο, η πολιτική του Gray, απέτυχε όταν η εξαρτώμενη οικονομικά
και στρατιωτικά από τη Γερμανία Οθωμανική Αυτοκρατορία,
εισήλθε στον πόλεμο κατά της Αντάντ, ανοίγοντας μέτωπα τόσο στη Ρωσία,
όσο και στην Ανατολή με την Αγγλία.
Προσπαθώντας να δελεάσει την ουδέτερη -ακόμη- Βουλγαρία, η Βρετανία,
ζήτησε από τη Σερβία και την Ελλάδα, να παραχωρήσουν εδάφη.
Το ελληνικό μερίδιο περιλάμβανε παραχώρηση έκτασης 2.000 τετραγωνικών χλμ..
Γνωρίζοντας τα όνειρα για τη Μεγάλη Βουλγαρία, ο Βενιζέλος ήταν βέβαιος
ότι οι Βούλγαροι δεν θα αποδέχονταν αυτή την προσφορά.
Δέχτηκε ζητώντας αντάλλαγμα την Ιωνία, μαζί με τη Σμύρνη.
Ούτε ο τσάρος ούτε άλλος κανένας είχαν αντίρρηση.
Ο ιστορικός και μετέπειτα πρωθυπουργός, Παναγιώτης Κανελλόπουλος,
έγραψε σχετικά: «Ο Βενιζέλος εγνώριζε πολύ καλά ότι οι Βούλγαροι
δεν θα έμεναν ικανοποιημένοι με τέτοιες παραχωρήσεις.
Αυτοί ήθελαν την Μεγάλη Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου.
Η αποδοχή της συμμαχικής προτάσεως, λοιπόν, ήταν ένας ευφυής
διπλωματικός χειρισμός, μία επίδειξις καλών προθέσεων
προς τους συμμάχους, χωρίς τον κίνδυνο πραγματοποιήσεώς της».
Τα γεγονότα τον δικαίωσαν.
Το Σεπτέμβριο η Βουλγαρία κήρυξε επιστράτευση, προκειμένου να επιτεθεί
εναντίον της Σερβίας.
Αμέσως, ο Βενιζέλος κήρυξε επιστράτευση και στην Ελλάδα, η οποία από το 1913
είχε υπογράψει αμυντική συμφωνία αμοιβαίας υποστήριξης με τη Σερβία.
Πίστευε ότι ο πόλεμος με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία
ήταν αναπόφευκτος.
Άλλωστε, το κίνημα των Νεοτούρκων, είχε ήδη δείξει τις προθέσεις του
απέναντι στους Έλληνες: Στα εδάφη που ακόμα ήλεγχαν, εξόντωναν
συστηματικά Έλληνες, Άραβες, Αρμένιους και λαούς με ολιγάριθμο πληθυσμό.
Τον ίδιο καιρό, η οικουμένη συγκλονιζόταν από τις αποκαλύψεις
για τη γενοκτονία ενάμισι εκατομμυρίου Αρμενίων (του 1915).
Και διοικητής στην περιοχή της Σμύρνης ήταν ο Τούρκος αντιστράτηγος,
Nuredin, που (το 1916) είχε κακομεταχειριστεί 11.000 Βρετανούς αιχμαλώτους
στην περιοχή της Μεσοποταμίας.
Στις 15 Ιουνίου 1917, από το ελληνικό κράτος, κηρύχθηκε ταυτόχρονα ο πόλεμος
εναντίον της Γερμανίας και της Βουλγαρίας.
Η χώρα μπήκε στον πόλεμο με 300.000 στρατιώτες στο πλευρό της Αντάντ
και έλαβε μέρος στις τελευταίες επιχειρήσεις του μακεδονικού μετώπου.
Ακολούθησαν σημαντικές επιτυχίες του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία,
που συνετέλεσαν αποφασιστικά στη συνθηκολόγηση, το φθινόπωρο του 1918,
των δύο στηριγμάτων της Γερμανίας στο χώρο της Εγγύς Ανατολής,
Βουλγαρίας και Τουρκίας.
Με την υπογραφή της γενικής ανακωχής
στις 11 Νοεμβρίου του 1918 και με τους Τούρκους
να έχουν ήδη υπογράψει μία ανακωχή στο Μούδρο
στις 30 Οκτωβρίου, ο Βενιζέλος ήταν αποφασισμένος
να δρέψει τους καρπούς της υποστήριξής του
στους συμμάχους.
Άλλωστε, η σταθερή πορεία της Ελλάδας
στους γεωπολιτικούς της στόχους, η προσήλωσή της
στη συμμαχία τόσο της Αγγλίας όσο και της Γαλλίας,
θα την οδηγούσαν στην αποδοχή της
εκ’ μέρους των Δυτικών της συμμάχων
ως της εγγυήτριας δύναμης στην περιοχή.
Η Συνθήκη των Σεβρών
(28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920)
επισφράγισε το αποτέλεσμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου
και, ουσιαστικά, αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη
θανάτου της παλιάς Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η Τουρκία περιοριζόταν στην κεντρική
και βόρεια Ανατολία.
Στην Ελλάδα παραχωρούνταν:
Το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Θράκης, ως τη γραμμή της Τσατάλτζας,
στα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης· η Κωνσταντινούπολη
και η περιοχή των Στενών στα Δαρδανέλια τέθηκαν υπό διεθνή έλεγχο·
Η Δυτική Θράκη, που αποσπάστηκε από τη Βουλγαρία,
η οποία στο εξής δεν θα είχε διέξοδο στο Αιγαίο·
Προσωρινά η διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης· μετά από πέντε χρόνια
ο πληθυσμός της θα αποφάσιζε με δημοψήφισμα αν επιθυμούσε
την οριστική προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα·
Η Ίμβρος και η Τένεδος, ενώ επικυρωνόταν οριστικά η κυριαρχία της Ελλάδας
σε όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τα οποία κατείχε από το 1913.
Τα Δωδεκάνησα, εκτός από τη Ρόδο, που παρέμενε υπό ιταλική κατοχή.
Ο Βενιζέλος κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί στο Παρίσι την ευνοϊκή διεθνή συγκυρία.
Για πρώτη φορά η Ελλάδα έφθασε τόσο κοντά στην ολοκλήρωση
του εθνικού οράματος της Μεγάλης Ιδέας, με τη δημιουργία της Ελλάδας
«των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Ήταν, αναμφισβήτητα, το αποκορύφωμα της διπλωματικής δραστηριότητάς του.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι
η πολιτική επιλογή εισόδου της Ελλάδας
στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ,
είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα,
στο οποίο το πρότυπο Ι του Graham Allison
περί ορθολογικού δρώντος, έχει πλήρη εφαρμογή.
Οι αποφάσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου,
ήταν ορθολογικές αντιδράσεις στις προκλήσεις
του χαώδους τότε διεθνούς περιβάλλοντος.
Τα κίνητρα των ενεργειών του, διέπονταν
από την επιθυμία να εξυπηρετηθούν οι στόχοι
που είχε θέσει, καθώς και η προώθηση
του εθνικού συμφέροντος.
Πολλά μπορεί να προσάψει κανείς στον Κρητικό ηγέτη,
κανείς όμως δεν μπορεί να τον κατηγορήσει
για δουλοπρέπεια και ραγιαδισμό απέναντι
στους επονομαζόμενους «προστάτες» της Ελλάδας.
Ο Βενιζέλος, επιχείρησε με κάθε τρόπο να απαλλάξει
την Ελλάδα από το σύνδρομο της υποτέλειας
και της διεθνούς απομόνωσης που την ταλάνιζαν
από την ίδρυση του ελληνικού κράτους
στις αρχές του 19ου αιώνα.
Η αρχή της ίσης φιλίας προς τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης,
την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ιταλία, τερμάτισε τη μονομερή εξάρτηση
της Ελλάδας απέναντι στους ισχυρούς παίκτες του διεθνούς συστήματος,
εγκαινιάζοντας έστω και για ένα μικρό χρονικό διάστημα την ισότιμη
συμμετοχή της χώρας μας στο ευρύτερο σύστημα ισορροπίας της ισχύος,
σε ένα γεωστρατηγικό περιβάλλον που κάλυπτε ένα χώρο από τη Μεσόγειο
και τη Μαύρη Θάλασσα ως τον Ατλαντικό.
Για την Ελλάδα, η Συνθήκη των Σεβρών τής έδινε τη δυνατότητα
να πραγματοποιήσει τη Μεγάλη Ιδέα της και θα συνεχίσει τον πόλεμο
έως ότου η Συνθήκη της Λωζάννης να σηματοδοτήσει και γι' αυτήν,
με τραγικό τρόπο, το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Αλεξάνδρα Τράγκα