Το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, δεν είχε φανεί τυχερό για την ελληνική οικονομία.
Ο προηγούμενος αιώνας τής είχε κληροδοτήσει τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο
των Μεγάλων Δυνάμεων, με περιορισμούς στη νομισματική
και δημοσιονομική πολιτική, βαρύτατα χρέη και απώλεια της εκμετάλλευσης
των κρατικών μονοπωλίων.
Τη σύνδεση της δραχμής με τον «κανόνα του χρυσού» το 1910, ακολούθησαν
οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, που αυξήσανε μεν το έδαφος της επικράτειας,
αλλά πληρώθηκαν με βαρύτατο τίμημα αίματος.
Ακολουθεί η διάσπαση της χώρας με το Κίνημα της Θεσσαλονίκης,
η εμπλοκή της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η εκστρατεία
στην Κριμαία, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος και η Μικρασιατική Καταστροφή,
ο Εθνικός Διχασμός, η «επίσημος αγχόνη του Παγκάλου», η ευρωπαϊκή
νομισματική κρίση.
Στα τέλη του 1926, η οικουμενική κυβέρνηση του Αλεξάνδρου Ζαΐμη,
με υπουργό Οικονομικών τον Γεώργιο Καφαντάρη, είχε μπροστά της αναμφίβολα,
ένα τεράστιο έργο να πραγματοποιήσει. ...
...................................................................................................................................................................
Για τον Ε. Βενιζέλο, ωστόσο, το μοιραίο λάθος του Καφαντάρη
ήταν η αποδοχή του χρυσού ως ενιαίας βάσης υπολογισμού των χρεών:
Η συμφωνία του ’18 για την προμήθεια του πολεμικού υλικού δεν ανέφερε
πουθενά ότι η αξία των 539 εκατ. φράγκων αφορούσε χρυσά φράγκα και όχι
υποτιμημένα γαλλικά χαρτονομίσματα -ενώ, αντιθέτως, τα τραπεζογραμμάτια
με τα οποία ενισχύθηκαν τα γαλλικά στρατεύματα επί ελληνικού εδάφους
πληρώθηκαν σε δραχμές, όταν η δραχμή ήταν ακόμη σκληρό νόμισμα
συνδεδεμένο με τον κανόνα του χρυσού και ισότιμο με το χρυσό φράγκο.
Τι σήμαινε αυτό στην πράξη;
Εάν το χρέος της Γαλλίας απέναντι στην Εθνική Τράπεζα θεωρείτο χρέος
ιδιωτικού χαρακτήρα, ο συμψηφισμός του με τα κρατικά πολεμικά χρέη
της Ελλάδας δεν θα ήταν δυνατός -και η Γαλλία θα καλείτο να αποπληρώσει
την οφειλή της σε χρυσό, ή σε αντίστοιχης αξίας νόμισμα.
Με τον διακανονισμό του Καφαντάρη, όμως,
η Ελλάδα καλείτο να καλύψει η ίδια τη ζημία
αυτή της Τράπεζας, με μια δραχμή που είχε χάσει
τα 4/5 της αξίας της σε σχέση με το 1919.
«Μόνος ρυθμιστής των διαφορών μεταξύ των κρατών
είναι η καλή πίστις» απάντησε ο Γ. Καφαντάρης.
Το χρέος για το πολεμικό υλικό των 539 εκατ. φράγκων, «αποτελείτο από υλικά
τα οποία επρομηθεύθη η Γαλλία από το εξωτερικόν, δανεισθείσα και αναλαβούσα
την εξόφλησιν αυτού εις νόμισμα υγιές».
Η Γαλλία αγόρασε από το εξωτερικό μονάχα ένα μέρος των πρώτων υλών
για την πολεμική της βιομηχανία -αντέταξε ο Ε Βενιζέλος.
Από κει και πέρα, η κατεργασία των πυρομαχικών «εγίνετο εις την Γαλλίαν,
εντός γαλλικών εργοστασίων, με γαλλικές εργατικάς χείρας
και υπό την τεχνικήν διεύθυνσιν Γάλλων».
«Αν επρόκειτο να αποβλέψωμεν εις την κατίσχυσιν των απόψεών μας, όχι
δι’ επιβολής, αλλά δια των ηθικών παραγόντων, θα ήτο παραλογισμός
να εμφανισθώμεν ενώπιον κρατών αμερολήπτων και να καταγγείλωμεν
την Γαλλίαν δια τας πιέσεις εναντίον μας» απάντησε ο Γ. Καφαντάρης.
«Η απαίτηση της Ελλάδας να πληρωθεί σε χρυσό και να πληρώσει σε χαρτί
δεν θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί βάσιμα, ούτε μπορούσε η συμφωνία
Γαλλίας-Εθνικής Τράπεζας να θεωρείται ιδιωτική.
Είναι ή δεν είναι περιουσία του κράτους το χαρτονόμισμα;» ρώτησε ο αρχηγός
των Προοδευτικών.
«Η τράπεζα εξέδωκε το χαρτονόμισμα -δεν το εξέδωκε το κράτος», απάντησε
ο Ε. Βενιζέλος.
Από κει και πέρα, «η Γαλλία είχε γίνει ο σημαιοφόρος της ιδέας της διαιτησίας,
ώστε της ήτο ηθικώς αδύνατον να εκτεθή εις τον κίνδυνον τού να καταγγελθεί
δημοσία ως αρνουμένη να παραδεχθή αυτήν».
«Φρονώ και πιστεύω ότι δεν ηδυνάμην να είπω εις την Κοινωνίαν των Εθνών
«παρατηρήσατε η Γαλλία κατά ποίον τρόπον θέλει να στραγγαλίση τα δίκαια
της Ελλάδος»» απάντησε ο Γ. Καφαντάρης.
«Αναμφισβητήτως εάν ενεφανιζόμην ούτω, θα κατεβαράθρωνα τα δίκαια
της χώρας την οποίαν αντιπροσώπευον» συμπλήρωσε.
Το «κούρεμα» του χρέους
Μετά από δύο χρόνια σκληρών διαπραγματεύσεων και με εντονότατη
αμφισβήτηση από τον Τύπο της αντιπολίτευσης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος
θα φέρει στην Ολομέλεια της Βουλής, τον Απρίλιο του 1930,
τη δική του συμφωνία για τα ελληνογαλλικά χρέη.
Σ’ αυτήν, η Ελλάδα εμφανίζεται οφειλέτης της Γαλλίας κατά 144.144.512
γαλλικά «φράγκα Πουανκαρέ» -ποσόν που αντιστοιχούσε σε 28,8 εκατ.
χρυσά φράγκα και ποσοστό μόλις 16,2% επί της χαμηλότερης προσφοράς
που είχε παρουσιάσει η Γαλλία επί Καφαντάρη.
Και το ποσό αυτό, η Ελλάδα καλείτο να το εξοφλήσει σε 36 χρόνια.
Η διευθέτηση, βεβαίως, απείχε κατά πολύ των αρχικών ελληνικών αξιώσεων,
που θέλαν τη Γαλλία οφειλέτη της Ελλάδας.
Το τελικό ποσόν των 28,8 εκατ. χρυσών φράγκων,
ωστόσο, πληρωτέων στο τρέχον γαλλικό νόμισμα,
δεν έπαυε να αποτελεί ένα δραστικό «κούρεμα»
κατά 83,8% των χαμηλότερων γαλλικών απαιτήσεων.
Η μεγαλύτερη επιτυχία της διαπραγμάτευσης
του Ε. Βενιζέλου, ωστόσο, δεν ήταν το κούρεμα
καθαυτό, αλλά η αύξηση του ποσοστού
που θα ελάμβανε η Ελλάδα από τις πολεμικές
επανορθώσεις των ηττημένων του Α’ Παγκοσμίου
Πολέμου -μιαν αύξηση που ο Βενιζέλος εξασφάλισε,
ακριβώς με πρόσχημα την ανάγκη αποπληρωμής
των πολεμικών χρεών της Ελλάδας.
Διακρίνοντας πως η Βρετανία και η Γαλλία είχαν
εμπλακεί σε έναν ανταγωνισμό πολιτικής επιρροής
απέναντι στους ηττημένους, και ήδη προέβαιναν
η καθεμία για λογαριασμό της σε εκπτώσεις
προς την Γερμανία και τους συμμάχους της,
ο Βενιζέλος διεκδίκησε με επιμονή και πέτυχε,
στη Διάσκεψη της ΚτΕ στη Χάγη το 1929,
να εξαπλασιάσει το ποσοστό των αποζημιώσεων
που θα ελάμβανε η Ελλάδα
από τις «ανατολικές επανορθώσεις», από 12,7%
που της επιμεριζόταν αρχικά σε 76,73%.
Με τον τρόπο αυτό, ο Βενιζέλος υπερκάλυψε
τα πολεμικά χρέη της Ελλάδας που εκκρεμούσαν
προς τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και τη Γαλλία,
ύψους 8,17 εκατ. λιρών, καθώς η Ελλάδα λάμβανε
από τη Γερμανία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία
και την Τσεχοσλοβακία συνολικά περίπου
16,7 εκατ. λίρες Αγγλίας.
Η οικονομική βελτίωση της δανειακής θέσης
της Ελλάδας υπήρξε θεαματική, χωρίς να προκύψει
ρήξη των σχέσεων της Ελλάδας με τους εταίρους της,
αν και στην τελική φάση της διαπραγμάτευσής του,
ο Έλληνας πρωθυπουργός όντως απείλησε
να καταγγείλει τη Γαλλία στη γενική συνέλευση
της Κοινωνίας των Εθνών.
Επί της ουσίας, πάντως, η διευθέτηση κάλυπτε
μονάχα κατά 35% το χρέος της Γαλλίας
προς την Εθνική Τράπεζα, ενώ δεν κάλυπτε
την απώλεια των πολεμικών πιστώσεων που είχαν
επιμεριστεί για την Ελλάδα,
αλλά ουδέποτε εισπράχθηκαν.
Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, ο ηγέτης
του Λαϊκού Κόμματος, Παναγής Τσαλδάρης,
προέβη στην πικρή διαπίστωση πως
«όλαι αι δυνάμεις επληρώθησαν όλα τα χρέη των,
έμεινε δε εις αυτάς και ένα ποσόν, εις άλλας
περισσότερον και εις άλλας ολιγώτερον,
μεταξύ 13,5 και 63% -ενώ εις ημάς, όχι μόνον
δεν θα μείνη ουδέ οβολός πέραν των χρεών μας,
αλλά τουναντίον, ουδέ αυτά τα χρέη μας εξοφλούνται». (ΑΜΠΕ)...