Ο Ηρακλής και το Λιοντάρι της Νεμέας σε αττικό
Μελανόμορφο αμφορέα του Ψίακος, περίπου 525 π.Χ.
Πρόκειται για το λιοντάρι της Νεμέας
που ο Ηρακλής κατάφερε να καθυποτάξει
και να σκοτώσει.
Οι θεοί θέλοντας να τιμήσουν τον ήρωα
και να θυμίζουν αιώνια στους ανθρώπους
την ευγνωμοσύνη που του οφείλουν ανέβασαν
τον Λέοντα στον ουρανό κάνοντάς τον αστερισμό.
Παραθέτουμε την αφήγηση του Απολλοδώρου (2.5.1)
για τον πρώτο άθλο του Ηρακλή παρεμβάλλοντας
πληροφορίες και από άλλους συγγραφείς:
Αυτός [ο Ευρυσθέας] λοιπόν στην αρχή τον διέταξε
να του φέρει τη δορά από το λιοντάρι της Νεμέας·
επρόκειτο για ζώο άτρωτο, που είχε γεννηθεί
από τον Τυφώνα.
Άλλοτε, πάλι, λέγεται γιος του Όρθρου
και της Έχιδνας, αδελφός της Σφίγγας των Δελφών.
Το ανέθρεψε η Ήρα
(ή η Σελήνη που το παραχώρησε στην Ήρα)
και το άφησε ελεύθερο στα δάση της Νεμέας,
όπου προξενούσε μεγάλες καταστροφές σε κοπάδια
και ανθρώπους, με αποτέλεσμα η όλη η περιοχή
να ερημώνει εξαιτίας του.
Πηγαίνοντας λοιπόν για το λιοντάρι [ο Ηρακλής],
ήλθε στις Κλεωνές
(πάνω στον δρόμο από το Άργος για την Κόρινθο),
και εκεί φιλοξενήθηκε από τον Μόλορχο,
ένα φτωχό χειρώνακτα.
Και καθώς εκείνος ετοιμαζόταν να θυσιάσει ένα σφάγιο,
το μοναδικό κριάρι και το μοναδικό αγαθό που είχε,
ο Ηρακλής του είπε να το φυλάξει για τριάντα μέρες,
και αν επιστρέψει σώος, να το θυσιάσει
στον Δία σωτήρα, αν όμως πεθάνει, να το προσφέρει
σε αυτόν τιμώντας τον σαν νεκρό ήρωα.
Όταν έφτασε στη Νεμέα, αναζήτησε το λιοντάρι·
πρώτα το χτύπησε με τα βέλη του,
όταν όμως κατάλαβε ότι ήταν άτρωτο,
σήκωσε το ρόπαλο και το κυνήγησε.
Κυνηγημένο από τον Ηρακλή, κατέφυγε σε σπηλιά
που είχε δύο ανοίγματα· τότε εκείνος έχτισε
τη μία είσοδο, μπήκε από την άλλη και επιτέθηκε
στο θηρίο, έβαλε το χέρι του γύρω από τον λαιμό του
και το έσφιξε μέχρι που το έπνιξε·
ύστερα, το φόρτωσε στους ώμους του και το έφερε
στις Κλεωνές, φορώντας το δέρμα του ζώου.
Εκεί βρήκε τον Μόλορχο να ετοιμάζεται
την τελευταία μέρα να θυσιάσει το σφάγιο
προς τιμή του, νομίζοντάς τον πια για νεκρό,
θυσίασε στον Δία σωτήρα και στη συνέχεια μετέφερε
το λιοντάρι στις Μυκήνες.
Έκπληκτος ο Ευρυσθέας από την τόλμη του,
του απαγόρευσε στο εξής να μπαίνει μέσα στην πόλη
και του έδωσε την εντολή να επιδεικνύει
τα αποτελέσματα των άθλων του μπροστά από τις πύλες.
Λένε μάλιστα ότι φοβήθηκε τόσο που κατασκεύασε
για τον εαυτό του ένα χάλκινο πιθάρι, που το έχωσε
κάτω από το γη, και ότι του παράγγελνε
τους άθλους στέλνοντάς του για κήρυκα τον Κοπρέα,
γιο του Πέλοπα από την Ηλεία.
Μετά τη μονομαχία, ο Ηρακλής έγδαρε το λιοντάρι
και φόρεσε το δέρμα του, ενώ το κεφάλι
τού χρησίμευσε για περικεφαλαία.
Κατά άλλους συγγραφείς, αυτό δεν έγινε εύκολα.
Ο Θεόκριτος διηγείται την αμηχανία του ήρωα
μπροστά σε αυτό το δέρμα που, άτρωτο σε φωτιά
και σίδερο, ήταν αδύνατο να το αφαιρέσει
από το σώμα του ζώου.
Μέχρι που σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει
σαν εργαλείο τα νύχια του ίδιου του ζώου.
Στη θέση που έγινε η θυσία του κριαριού
από τον Μόλορχο ο Ηρακλής καθιέρωσε αγώνες
προς τιμή του Δία, τα Νέμεα, που τα ανανέωσαν
αργότερα οι Επτά Αργείοι αρχηγοί που βάδισαν
κατά των Θηβών.
Στον αστερισμό του Λέοντα, στην ουρά του,
ο Ερατοσθένης αναφέρει την ύπαρξη σκοτεινών
αστέρων και τα ονομάζει
Πλόκαμον Βερενίκης Ευεργέτιδος.
Στο κείμενο του Απολλοδώρου, όταν γίνεται αναφορά
στη θυσία προς τον Δία, χρησιμοποιείται
το ρήμα θύω = θυσιάζω στους θεούς· όταν ο Ηρακλής
μιλά για τη θυσία στον εαυτό του αν πεθάνει,
τότε χρησιμοποιείται
το ρήμα ἐναγίζω = προσφέρω θυσία στους νεκρούς
ή στις σκιές.
Στον Ησύχιο ἐναγίζειν = «χοάς ἐπιφέρειν,
ἤ θύειν τοῖς κατοιχομένοις, ἤ διὰ πυρὸς (δαπανᾶν),
ἤ φονεύειν. ἄγος γὰρ τὸ μίασμα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου