Το εκπληκτικό είναι ότι η ίδια η Ελληνική γλώσσα
μας διδάσκει συνεχώς πώς να γράφουμε σωστά.
Μέσω της ετυμολογίας, μπορούμε να καταλάβουμε
ποιος είναι ο σωστός τρόπος γραφής
ακόμα και λέξεων που ποτέ δεν έχουμε δει ή γράψει.
Επίσης η λέξη «συγκεκριμένος» φυσικά
και δεν μπορεί να γραφτεί «συγκεκρυμμένος»,
καθώς προέρχεται από το «κριμένος»
(αυτός που έχει δηλαδή κριθεί) και όχι βέβαια
από το «κρυμμένος» (αυτός που έχει κρυφτεί).
Άρα το να υπάρχουν πολλά γράμματα για τον ίδιο ήχο
(π.χ. η, ι, υ, ει, οι κτλ) όχι μόνο δεν θα έπρεπε
να μας δυσκολεύει, αλλά αντιθέτως να μας βοηθάει
στο να γράφουμε πιο σωστά, εφόσον βέβαια έχουμε
μια βασική κατανόηση της γλώσσας μας.
Επιπλέον η ορθογραφία με την σειρά της
μας βοηθάει αντίστροφα στην ετυμολογία
αλλά και στην ανίχνευση
της ιστορική πορείας της κάθε μίας λέξης.
Και αυτό που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε
την καθημερινή μας νεοελληνική γλώσσα περισσότερο
από οτιδήποτε άλλο, είναι η γνώση
των Αρχαίων Ελληνικών.
Είναι πραγματικά συγκλονιστικό συναίσθημα
να μιλάς και ταυτόχρονα να συνειδητοποιείς
τι ακριβώς λές, ενώ μιλάς και εκστομίζεις
την κάθε λέξη ταυτόχρονα
να σκέφτεσαι την σημασία της.
Είναι πραγματικά μεγάλο κρίμα να διδάσκονται
τα Αρχαία με τέτοιο φρικτό τρόπο στο σχολείο
ώστε να σε κάνουν να αντιπαθείς
κάτι το τόσο όμορφο και συναρπαστικό.
Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης,
«Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις».
Για παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει
δική του γη (άρ=γή + έχων).
Και πραγματικά, ακόμα και στις μέρες μας
είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς
δική του γη / δικό του σπίτι.
(από το αρ προέρχονται και οι λέξεις:αρουραίος
καθώς άροτρον, άργυρος, άργιλος κτλ.)
Ο «βοηθός» σημαίνει αυτός
που στο κάλεσμα τρέχει.
Βοή=φωνή + θέω=τρέχω.
Ο Αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη
μας λέει ότι κινείται, δεν μένει ακίνητο
στον ουρανό
(α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι).
Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον,
είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες
της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά
με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει
και δίνει τροφή για τη σκέψη.
Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται
από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι.
Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα,
σιγά-σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει.
Μας «φθίνει» (ελαττώνει ως ανθρώπους)
και μας φθίνει μέχρι και την υγεία μας.
Και, βέβαια, όταν αναφερόμαστε σε κάτι που είναι
τόσο πολύ ώστε να μην τελειώνει, πως το λέμε;
Μα, φυσικά, «άφθονο».
Έχουμε τη λέξη «ωραίος» που προέρχεται
από την «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο,
πρέπει να έχει και στην ώρα του
(δηλαδή τη φροντίδα του).
Φρυκτωρία: Φωτιά και ώρα.
Ακόμα έχουμε την λέξη «ελευθερία»
για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται
«παρά το ελεύθειν όπου ερά» =το να πηγαίνει κανείς
όπου αγαπά . Άρα βάσει της ίδιας της λέξης,
ελεύθερος είσαι όταν έχεις τη δυνατότητα
να πας όπου αγαπάς.
Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία!!!
Το άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι
(ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε
(σε αρχική φάση οι Θεοί) ένα όμορφο
αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας
ευχαριστείται, αγάλλεται.
Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση.
Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής
θα δούμε ότι είναι σύνθετη
από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά).
Άρα, για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε
ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο),
η ψυχή μας αγάλλεται και γιατρευόμαστε.
Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι
ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα
με τη σωματική μας υγεία.
Παρένθεση: και μια και το έφερε η «κουβέντα»,
η Ελληνική γλώσσα μας λέει και τι είναι άσχημο.
Από το στερητικό «α» και την λέξη σχήμα
μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι.
Για σκεφτείτε το λίγο.
Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε
παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη
Λατινική λέξη για το άγαλμα
(που μόνο Λατινική δεν είναι).
Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα,
statua από το Ελληνικό «ίστημι» που ήδη
αναφέραμε, και το ονόμασαν έτσι επειδή
στέκει ακίνητο. Προσέξτε την τεράστια διαφορά
σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό
που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ
εννοιολογικά, για τους Λατίνους
είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα.
Είναι προφανής η σχέση
που έχει η γλώσσα
με τη σκέψη του ανθρώπου.
Όπως λέει και ο George Orwell
στο αθάνατο
έργο του «1984»,
απλή γλώσσα
σημαίνει και απλή σκέψη.
Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε
να περιορίσει
την γλώσσα για να περιορίσει
την σκέψη
των ανθρώπων,
καταργώντας συνεχώς λέξεις.
«Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν
την κρίση», έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου,
εθνικός ποιητής των Ρουμάνων.
Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία
ενός προηγμένου πνευματικά πολιτισμού.
Το να μπορείς να μιλάς σωστά σημαίνει ότι
ήδη είσαι σε θέση να σκέφτεσαι σωστά,
να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι
να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.
Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ
Η Ελληνική φωνή κατά την αρχαιότητα
ονομαζόταν «αυδή».
Η λέξη αυτή δεν είναι τυχαία αφού προέρχεται
από το ρήμα «άδω» που σημαίνει τραγουδώ.
Όπως γράφει και ο μεγάλος ποιητής
και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος:
«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φώς θα ελιχθώ
προς τα πάνω, όπως ένα ποταμάκι που μουρμουρίζει.
Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους
διαδρόμους συναντήσω αγγέλους,
θα τους μιλήσω Ελληνικά,
επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες.
Μιλάνε Μεταξύ τους με μουσική».
Ο γνωστός Γάλλος συγγραφεύς Ζακ Λακαρριέρ
επίσης μας περιγράφει την κάτωθι εμπειρία
από το ταξίδι του στην Ελλάδα:
«Άκουγα αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν
σε μια γλώσσα που ήταν για μένα αρμονική
αλλά και ακατάληπτα μουσική.
Αυτό το ταξίδι προς την πατρίδα
(μητέρα των εννοιών μας) μου απεκάλυπτε
ένα άγνωστο πρόγονο, που μιλούσε μια γλώσσα
τόσο μακρινή στο παρελθόν, μα οικεία και μόνο
από τους ήχους της. Αισθάνθηκα να τα έχω χαμένα,
όπως αν μου είχαν πει ένα βράδυ
ότι ο αληθινός μου πατέρας ή η αληθινή μου
μάνα δεν ήσαν αυτοί που με είχαν αναστήσει».
Ο διάσημος Έλληνας και διεθνούς φήμης
μουσικός Ιάνης Ξενάκης, είχε πολλές φορές
τονίσει ότι η μουσικότητα της Ελληνικής
είναι εφάμιλλη της συμπαντικής.
Αλλά και ο Γίββων μίλησε για μουσικότατη
και γονιμότατη γλώσσα, που δίνει κορμί
στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή
στα αντικείμενα των αισθήσεων.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες
δεν χρησιμοποιούσαν ξεχωριστά σύμβολα
για νότες, χρησιμοποιούσαν τα ίδια
τα γράμματα του αλφαβήτου.
«Οι τόνοι της Ελληνικής γλώσσας είναι μουσικά
σημεία που μαζί με τους κανόνες προφυλάττουν
από την παραφωνία μια γλώσσα κατ' εξοχήν
μουσική, όπως κάνει η αντίστιξη που διδάσκεται
στα ωδεία, ή οι διέσεις και υφέσεις που διορθώνουν
τις κακόηχες συγχορδίες», όπως σημειώνε
ι η φιλόλογος και συγγραφεύς
Α. Τζιροπούλου-Ευσταθίου.
Είναι γνωστό εξάλλου πως όταν
οι Ρωμαίοι πολίτες πρωτάκουσαν στην Ρώμη
Έλληνες ρήτορες, συνέρρεαν να θαυμάσουν,
ακόμη και όσοι δεν γνώριζαν Ελληνικά,
τους ανθρώπους που «ελάλουν ώς αηδόνες».
Δυστυχώς κάπου στην πορεία της Ελληνικής
φυλής, η μουσικότητα αυτή
(την οποία στη Ιταλία κατάφεραν και κράτησαν)
χάθηκε, προφανώς στα μαύρα
χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Να τονίσουμε εδώ ότι κάποιοι
του οποίους συχνά κοροϊδεύουμε
για την προφορά τους,
μπορεί και να είναι πιο κοντά
στην Αρχαιοελληνική προφορά
από ό,τι εμείς οι άνθρωποι της πόλεως.
Η Ελληνική γλώσσα επιβλήθηκε αβίαστα
(στους Λατίνους) και χάρη στην μουσικότητά της.
Όπως γράφει και ο Ρωμαίος Οράτιος
«Η Ελληνική φυλή γεννήθηκε ευνοημένη
με μία γλώσσα εύηχη, γεμάτη μουσικότητα».
Θα μπορούσαμε να γράφαμε περισσότερα
αλλά θεωρώ ότι στο διαδίκτυο
πολύ περισσότερο από αλλού
ισχύει το :
"Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ,
ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ."