Τον έρωτα με δυο φτερά κρατώντας ένα τόξο
τον δείχνουν έφηβο, παιδί αγάλματα, εικόνες.
Μικρός θεός που στα τυφλά νομίζουν ρίχνει βέλη
αφού σαφώς και θ’ αγνοούν ποια είναι τα κριτήρια.
Τυχαία βέλη ο θεός ποτέ δεν εκτοξεύει
πάντα υπάρχουν εντολές και σίγουρα αιτία.
Σπανίως γίνεται απλά το κέφι του να κάνει,
ο παιχνιδιάρης έφηβος, με τους θνητούς να παίξει.
Ένας μικρός αθάνατος θεός, μας παίζει όλους
άντρες γυναίκες, έλεος δε δείχνει σε κανέναν.
Καρτσωνάκης Πάν
Σύμφωνα με την ορφική διδασκαλία, ο Έρωτας προήλθε από το «κοσμικό αυγό»
που άφησε η Νύχτα στους κόλπους του Ερέβους.
Υπέρ μιας κοσμογονικής καταγωγής του τίθεται και ο Ησίοδος στη Θεογονία,
καθώς αναφέρει πως ο Έρωτας προήλθε από το Χάος μαζί με τη Γαία,
στοιχεία επίσης χωρίς γεννήτορες.
Στη μεταομηρική μυθολογία παρουσιάζονται και άλλοι γεννήτορες του Έρωτα,
ενώ συχνά σχετίζεται με τη θεά Αφροδίτη. Σύμφωνα με τη Σαπφώ
είναι γιος της Αφροδίτης και του Ουρανού, ενώ σύμφωνα με τον Σιμωνίδη τον Κείο
είναι γιος της Αφροδίτης και του Άρη. Αναφέρεται και ως υπηρέτης και συνοδός
της Αφροδίτης.
Ο Αλκαίος ο Μυτιληναίος αναφέρει ότι ο Έρωτας ήταν γιος της Ίριδας
και του Ζέφυρου. Σε άλλες πηγές, πατέρας του Έρωτα θεωρείται ο Ήφαιστος.
Από τους τραγικούς, ιδιαίτερη σημασία στον θεό Έρωτα αποδίδει ο Ευριπίδης.
Ο Ευριπίδης διαχωρίζει τη δύναμη του Έρωτα σε δύο μορφές: Σε αυτή που μπορεί
να οδηγήσει στην Αρετή και σε εκείνη που οδηγεί στην Αθλιότητα.
Με παρόμοιο τρόπο, στο Συμπόσιο του Πλάτωνα εντοπίζουμε τον «καλό» Έρωτα
(γιο της Αφροδίτης Ουρανίας) και τον «κακό» Έρωτα
(γιο της Αφροδίτης Πανδήμου).
Το θέμα αυτό το εκμεταλλεύτηκαν συγγραφείς των Κοσμογονιών,
φιλόσοφοι και ποιητές.
Αντίθετη με την τάση να θεωρείται ο Έρωτας ως ένας από τους μεγάλους θεούς
διατυπώνεται η θεωρία που παρουσιάζεται με τη μορφή ενός μύθου
από τον Πλάτωνα στο Συμπόσιο, μύθο που τον βάζει στο στόμα μιας ιέρειας
από τη Μαντινεία, της Διοτίμας, αυτής που μύησε, λένε, τον Σωκράτη.
Σύμφωνα με τη Διοτίμα, ο Έρωτας είναι ένας «δαίμονας», μεσολαβητής
ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους.
Γεννήθηκε από την ένωση του Πόρου
και της Πενίας, μέσα στον κήπο των θεών, έπειτα από ένα μεγάλο δείπνο,
στο οποίο είχαν προσκληθεί όλες οι θεότητες.
Σ' αυτή του την καταγωγή οφείλει μερικά ιδιάζοντα χαρακτηριστικά: στην αναζήτηση
πάντοτε του αντικειμένου του ως Πενία ξέρει πάντοτε να επινοεί έναν τρόπο,
για να φτάσει στο σκοπό του ως Πόρος.
Χωρίς να είναι όμως καθόλου ένας παντοδύναμος θεός,
ο Έρωτας είναι μια δύναμη διαρκώς ανικανοποίητη και ανήσυχη.
Eπινοήθηκαν και άλλοι μύθοι, που του έδιναν διαφορετικές γενεαλογίες·
κάποτε τον θέλουν γιο της Ειλείθυιας ή της Ίριδας ή του Ερμή και της χθόνιας Άρτεμης
ή, και αυτή είναι η γενικά αποδεκτή παράδοση, του Ηρακλή και της Αφροδίτης.
Αλλά και στο σημείο αυτό ακόμη η εκμετάλλευση των μυθογράφων καθόρισε διακρίσεις.
Όπως διακρίνουν διάφορες Αφροδίτες, έτσι διακρίνουν και περισσότερους Έρωτες·
ένας Έρωτας, λένε, ήταν γιος του Ερμή και της Ουρανίας Αφροδίτης·
ένας άλλος Έρωτας, που ονομάστηκε Αντέρως (Αντίθετος Έρως ή Αμοιβαίος),
είχε γεννηθεί από τον Άρη και την Αφροδίτη, την κόρη του Δία και της Διώνης·
ένας τρίτος Έρωτας ήταν ο γιος του Ερμή και της Άρτεμης, κόρης του Δία
και της Περσεφόνης, και αυτός είναι ειδικά ο φτερωτός θεός, ο οικείος των ποιητών
και των γλυπτών.
Ο Κικέρωνας, που έχει συσσωρεύσει στο τέλος της πραγματείας του
Περί της φύσεως των θεών (De natura deorum) αυτές τις λεπτές διακρίσεις
των μυθογράφων, δεν έχει καμιά δυσκολία να δείξει τον τεχνητό χαρακτήρα
όλων αυτών των μύθων που επινοήθηκαν αργότερα, για να λύσουν
τις δυσκολίες ή τις αντιφάσεις που περιείχαν οι αρχικές παραδόσεις.
Αλλά ας κλείσουμε αυτήν την ανάρτησή μας,
για τον Έρωτα, με έναν ύμνο που έγραψε
ο μεγάλος μας λογοτέχνης.
Eικόν’ αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ’ είχα,
κι είχα για μόνο φυλαχτό μια της κορφής σου τρίχα.
Ονείρατα στον ύπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,
σαν περιστέρι στη σπηλιά μ’ ετάραξαν για σένα.
Κίνδυνο, μαύρο σύγνεφο, οι μάγισσες μου λένε•
τ’ αηδόνια αυτά που κελαδούν μου φαίνονται πως κλαίνε.
Να σε χαρεί κι η άνοιξη μαζί με τα λουλούδια,
όπου ’ναι σαν αμέτρητα, ζωγραφιστά τραγούδια.
Συ στο σχολειό δεν έμαθες να γράφεις ραβασάκια.
Στα χείλη σου τα ρόδινα πού τα 'βρες τα φαρμάκια;
Στα μάτια τα ψιχαλιστά πόχ’ Έρωτας καρτέρι,
πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει.
Τα μάτια τα ψιχαλιστά γύρνα σ’ εμέ, πουλί μου,
αγάπη μου περήφανη, αγάπη διαλεχτή μου.
Kι αυτό το μορφοδούλικο, το τιμημένο χέρι,
αν έσφιξε ή τόσφιξαν, ένας Θεός το ξέρει.
Tη χάρη σου τη σπλαχνική μη μ' αρνηστής, αρνί μου,
Αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου στερνή μου.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Εννέα Δίστιχα (ΘΕΡΟΣ-ΕΡΩΣ), 1891