Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Οι μοιραίοι

    Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές,
(απάνου εστρίγγλιζε η λατέρνα)
όλη η παραία πίναμε εψές,
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής,
ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Οσο κι ο νους αν τυραννιέται
άσπρην ημέρα δε θυμιέται!

(Ηλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος του άσωτου ουρανού,
ω! της αυγής κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα του δειλινού,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος - ίδιο στοιχιό
του άλλου κοντόμερη η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό,
στο Παλαμίδι ο γυιός του Μάζη
κ' η κόρη του γιαβή στο Γκάζι.

-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
"ποιος φταίει; Ποιος φταίει;... κανένα στόμα
δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.

Ετσι, στην σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Κώστας Βάρναλης

"Η Ποίηση του Βάρναλη 
γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης δε μύριζε ποτέ γάλα.
 Μύριζε από την αρχή μπαρούτι. κατέβηκε δηλαδή
 στο στίβο χωρίς πάρα πολλά "γυμνάσματα" 
και δοκιμές και περιπλανήσεις
 στους "λειμώνες των ασφοδελών" 
Μ' άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες
 κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του.
 Όχι. 
Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή 
αρσενική, λάσια, μια βολίδα πούπεσε
 μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού"


Δεν υπάρχουν σχόλια :