Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Ποιος δολοφόνησε τον Οδυσσέα Ανδρούτσου;

Ίσως ένας από τους πιο παρεξηγημένους αγωνιστές του Εικοσιένα 
από την μετεπαναστατική ιστοριογραφία στέκεται ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. 
Είναι αλήθεια ότι από την προεπαναστατική του δράση είχε αποκτήσει
 αντιπάθειες λόγω κυρίως της συναναστροφής του 
με τον μέντορα του Αλή πασά.
Όταν ήρθε όμως η ώρα δεν άργησε να ταυτιστεί με τον σκοπό του Αγώνα.
 Δυστυχώς, ίσως λόγω της ευφυΐας του συνδυαζόμενη
 με τις στρατηγικές του ικανότητες και ακόμα παραπάνω, 
της ικανότητάς του  να βλέπει όσο κανείς άλλος 
την ανάγκη για κοινωνική αποκατάσταση μετά την εθνική υπήρξε εχθρός 
του συμπλέγματος του Μαυροκορδάτου(με την Σουλιώτικη φρουρά του)
 και του Υδραιοσπετσιώτικου τοπικισμού ο οποίος έχοντας και οικονομική ισχύ 
αλλά και στρατιωτική ήταν καθοριστικός παράγοντας για τα δυστυχήματα 
της Επανάστασης. 
Αφήνοντας στην άκρη της πράξεις της ζωής του θα παραθέσω κάποια 
πράγματα για τις πράξεις του λίγο πριν το τέλος της…
Όπως είπα ήταν εχθρός του φαναριωτοϋδραίικου συστήματος
 και εξαιρετικά αγαπητός στον λαό της Ανατολικής Στερεάς. 
Φυσικά δεν έλειψαν και οι ενέργειες σκληρότητας που επέδειξε
 σε ορισμένες περιπτώσεις ο Οδυσσέας
(βλ.σφαγή Νούτσου-Παλάσκα). Την πρώτη αλήθεια όμως την αποτυπώνει 
και ο Βρετανός Humphreys(2) όπου λέει για τον Ανδρούτσο:
«Ανάμεσα στους προύχοντες και τους πλούσιους δεν ήταν αγαπητός, 
γιατί γύρευε τα βάρη του πολέμου να τα μοιράζονται όμοια πλούσιοι
 και φτωχοί, πράμα ολότελα αντίθετο στην καθιερωμένη συνήθεια». 
Οι εχθροί του δεν αρκέστηκαν φυσικά στην αντιπάθεια
εκ του μακρόθεν…αλλά γύρεψαν να τον φάνε.
 Να πως περιγράφει ο ίδιος σε γράμμα του στον Στανχοπ(Stanhope)(3):
«Σας αναφέρω δε τούτο, διότι τρεις με επυροβόλησαν. 
Την πρώτην φοράν εις Ναύπλιον. Καθ’όλας αυτάς τας περιπτώσεις 
συνέλαβα τους ενόχους και τους παρουσίασα προσωπικώς εις την Κυβέρνησιν. 
Εις την πρώτην περίστασιν η Κυβέρνησις είπεν ότι θα δικασθούν την επομένην. 
Το πρωΐ, ενώ εκαθήμην εις το παράθυρόν και επερίμενα την δίκην, 
εκ δευτέρου με επυροβόλησαν. Αμέσως έτρεξα και συνέλαβα τους κακούργους 
και τους παρουσίασα πάλι εις την Κυβέρνησιν, μ’απεκρίθησαν δε ότι 
την επιούσαν θέλουν δικασθή. Επερίμενα. 
Αλλά την επομένην είδα αιφνιδίως τους αυτούς να με πυροβολήσωσι
 δια τρίτην φοράν. Πάλιν τους συνέλαβα και τους παρέδωκα εξ νέου 
εις χείρας της Κυβερνήσεως και έκτοτε ανεχώρησα δια τον στρατόν.
 Μόλις δε είχα αναχωρήσει και εις το δρόμον λαμβάνω γράμμα
 από τον Σκώτο λοχαγόν Φίνλαιϊν, ο οποίος με παρεκάλει να ταχύνω 
προς αυτόν, επειδή η ζωή μου και η ιδική του ευρίσκοντο εις κίνδυνον, 
αφού ενταμώθημεν, επληροφορήθην, ότι η Κυβέρνησις έστειλεν έναν
 άνθρωπον, ο οποίος του επρόσφερε δέκα χιλιάδες τάλληρα,
 δια να παραδώσει την οικίαν μου(την σπηλιά του εννοεί) εις αυτόν
 τον απεσταλμένο… Είκοσι έως τριάκοντα άνθρωποι πληρωμένοι
 από τους αισχρούς κυβερνήτας μας παραφυλάττουσι
 να εύρουν ευκαιρία να με δολοφονήσουν».
Για να μην τα πολυλογάμε ο Ανδρούτσος αφού παραδόθηκε, 
φυλακίστηκε στον Φραγκόπυργο της Ακρόπολης(δεν υπάρχει τώρα). 
Και ίσως αυτό δεν ήταν αρκετό για την Κυβέρνηση που είχε τάξει 
την αρχιστρατηγία της Ανατολικής Ελλάδος στον πρώην φίλο του Δυσσέα,
 τον Γκούρα ο οποίος είχε ενταχθεί στον νταϊφά του Ανδρούτσου 
με αρμοδιότητα να του κρατάει το σκυλί, τον Σαμψώνη…
Καθώς βρισκόταν στο κελί του ο Ανδρούτσος τα ξημερώματα 
μεταξύ 4 και 5 Ιούνη ένας ήταν ο μάρτυρας της των δραματικών 
τελευταίων στιγμών του ο σκοπός Κωνσταντίνος Καλατζής. 
Γέρος πια εξιστόρησε όλα όσα θυμόταν στον δικηγόρο Σπ. Φόρτη
 κι’αυτός έπειτα από χρόνια στις 25 Δεκέμβρη του 1898 δημοσίευσε
 αυτή την αφήγηση στην εφημερίδα «Καιροί».
Να λοιπόν οι τελευταίες στιγμές του Δυσσέα:
«…Ήτο η Τρίτη των Χριστουγέννων του 1863 έτους ημέρα, 
ενθυμούμε καλώς την εποχήν την εσημείωσα διότι μοι επροξένησε
 βαθειά αύτη εντύπωσιν και φρίκην εξ όσων κατ’αυτήν ήκουσα
 και απεμνημόνευσα. 
Περί την εσπέραν της ημέρας ταύτης, χάριν της μεγάλης εορτής, 
μας επεσκέφθη ο αείμνηστος της φάλαγγας ταγματάρχης, ο γεναίος 
εκείνος του ιερού αγώνος στρατιώτης, ο λεβέντης και ευθυτενή
ς ως υψίκορμος κυπάρισσος γέρων Κωνσταντίνος Καλατζής. 
Επειδή ην χειμών δριμύς τον ωδήγησα εις το χειμωνιάτιοκο,
 όπου ην η εστία, εν η έλαμπε και διέπρεπε πυρά ωραία και ζηλευτή,
 τρεφόμενη από ξηράς σχίνων και κοτίνων ρίζας.
Μετά τας αμοιβαίας επι ταις εορταίς ευχάς, εγώ, όστις εμμανώς ηγάπων
 τας ιστορίας και τα διηγήματα του ιερού αγώνος, εξ ων πλείστα πολλάκις 
είχεν ημίν διηγηθή ο καλός ταγματάρχης ιδίως δ’επειδή, ως εγίγνωσκον,
 ην αυτόπτης των κατά την τελευτήν του στρατηγού και αυτήκοος,
 τον παρεκάλεσα θερμώς να μας διηγηθή ταύτα.
 Εις την παράκλησιν μου βαρύ στενάξας και μετά μεγάλην του γεναίου 
στήθους ανάπλασιν, μοι απήντησε: «Τι τα θέλεις αυτά τώρα παιδί μου, 
αυτά πέρασαν πλέον, ας όψονται οι αίτιοι» ,εδίσταζε να αρχίση. 
Τη επιμόνω όμως παρακλήσει μου προβάντος εκ περιέργειας
 μέχρι φορτικότητος, ήρξατο διηγούμενος τα της τελευτής 
του στρατηγού ως εξής:
« -Επειδή επιμένετε τόσον, ακούστε πως συνέβη του στρατηγού
 ο θάνατος, από καιρόν τον είχον φυλακίσει εις την μεγάλην
 της Ακροπόλεως Κουλιάν, του είχαν βάλει εις τα χέρια και τα πόδια
 σίδερα με μπάλαις βαρειαίς, τροφήν δεν του έδιναν τακτικά, ούτε καλήν, 
ούτε στρώμα. Όταν εγώ τον είδα εις την φυλακήν ήτο ανάλλαγος, 
λερωμένος, κουρελιασμένος με ένα κοντοκάππι και με τον ιστορικόν καλογηρόσκουφον λυγδωμένο από την λέρα.
Την νύκτα εκείνην όπου εχάθη, εγώ ήμουν σκοπός εις την πόρτα 
της Κούλιας, η οποία ήταν κλειδωμένη. Ήτο νύκτα πολύ σκοτεινή 
δεν έβλεπες το δάκτυλό σουμ έπεφτε ψιλή βροχή και ήμην τυλιγμένος
 με τη κάππαν μου, ήσα περασμένα τα μεσάνυχτα , όταν βλέπω
 τέσσαρας άνδρες να έρχωνται προς την φυλακήν.
Ο ένας κρατούσε φανάρι, ήσαν δε αρματωμένοι καλά, ένας άλλος 
εστάθη ολίγον μακράν και δεν τον είδον καλά ποίος ήτο, αλλ’ως εννόησα
 ήτο ο επι κεφαλής των, ήτο η έφοδος προς επιθεώρησιν της φυλακής, 
ήσαν γνωστοί μου, ο Τριανταφυλλίνας(το είχε χαστουκίσει ο Δυσσέας 
μπροστά σ’όλο το στρατόπεδο κάποτε και το κράταγε**), ο Τσαμάρας
 και ο Μαμούρης( ξάδερφος του Γκούρα) και ένας στρατιώτης Σουλιώτης,
του οποίου δεν ενθυμούμαι τώρα το όνομα.
Άμα επλησίασαν αμέσως έγινεν «αλλαγή» και αντ’εμού έθεσαν
σκοπόν τον στρατιώτην εκείνον, εγώ δε διετάχθην αμέσως να υπάγω 
να κοιμηθώ. Αμέσως απεμακρύνθην εις το σκότος.
 Αλλ’υποπτευθείς απαίσια δια τον στρατηγόν κρυφά κατεσκόπευον
 τας κινήσεις των, πλησιάσας ικανώς απαρατήρητος 
ως εκ του ψηλαφητού σκότους, ήκουσα τον κρότον των κλείθρων
 της φυλακής. Την άνοιξαν και εισήλθον εις τον Πύργος οι τρεις,
 ο δε σκοπός έστεκεν εις την μισοανοιχτήν πόρταν της φυλακής. 
Άμα εισήλθον αυτοί μέσα, ηκούσθη ο κρότος των αλυσίδων 
των δεσμών του στρατηγού, όστις βεβαίως με την απροσδόκητον ταύτην 
επίσκεψιν θα εσηκώθη. Τον ήκουσα να λέγει προς αυτούς : 
” Ωρέ ξέρω καλά ποιος σας έστειλε σας εδώ και γιατί ήρθατε
τέτοια ώρα εδώ μέσα. Δε μ’λύνετε τόνα χέρι να σας δείξω ποιος είμαι 
και πως με λένε; Αυταίς εδώ τις σαπιοκοιλιαίς δεν τις συνερίζομαι, 
μα συ μωρέ Γιάννη(Μαμούρης), γιατί;”
Εις ταύτα αμέσως, ως ενόησα εκ της ταραχής η οποία ηκολούθησεν, 
επετέθησαν κατά του δέσμιου.
Ήκουσα το βόγγημα, τους αναστεναγμούς και μούγκρισμα
 του λεονταριού εκείνου και η καρδία μου εραγίζετο. 
Και μετά ταύτα σιωπή τελεία…
Μετ’ολίγον είδον τους τέσσαρας να βαδίζωσιν προς το τείχος
 της Ακροπόλεως το βλέπον προς το μέρος του Μακρυγιάννη 
με το φανάρι. Εκεί ηκούετο κτύπος όμοιος με εκείνον
 που γίνεται όταν εμπήγουν στύλον εις την γην.
Κατόπιν τους είδα πάλιν να γυρίζουν εις την Κούλιαν, αφ’όπου
 επήραν βαρύ τι πράγμα και το επήγαν μαζί μετά δυσκολίας εις το μέρον
 όπου ήκουον τον κρότον. Εκεί κάτι έκαμον ανακατευόμενοι
και μετ’ολίγον πάλιν ήκουσα κτύπον πέτρας η οποία κτυπά 
επί της άλλης πέτρας. Αμέσως δε μετά τούτο εκείνοι μεν έγιναν άφαντοι, 
εγώ δε σιγά επήγα εις το κατάλυμά μου.
Το πρωΐ άμα εσηκώθην έμαθον ότι είχε διαδοθή πανταχού,
 ότι ο Οδυσσέας δραπετεύσας την νύχταν και θελήσας δια σχοινίου 
δεδεμένου να καταβή από το τείχος της Ακροπόλεως,
 κοπέντος του σχοινίου, κατέπεσεν από του ύψους και εφονεύθη.


Όπως όλος ο κόσμος επήγα και εγώ και είδα τα εξής:
 Εις μέρος όπου ήκουον τους κτύπους ήτο μπηγμένο μεγάλο παλούκι, 
δεμένο εις αυτό ακόμη τεμάχιον τριχιάς της οποίας η άκρη εφαίνεντο
 ξασμένη. Όταν δε επήγα κάτω είδον το πτώμα του ατυχούς στρατηγού
 φέρον εις την μέσην δεμένον από έξω από το κοντοκάππι του 
ένα μακρύ κομμάτι τριχιάς. Το στόμα του ήταν καταματωμένον,
το επάνω και το κάτω χείλος του ήταν κομμένα σαν δαχτυλίδι στρογγυλά, 
σαν να το χτύπησε κανείς και να τά’κοψε με το στόμα ντουφεκιού ή πιστόλας.
Ο λαιμός του είχε μαυρίλας και σημάδια από νύχια, εστάλη ένας άλλος 
γιατρός να κάμη νεκροψίαν και έθεσεν περί του θανάτου του, 
έμαθα δε ότι, επειδή επιστοποίησεν ότι ο θάνατος προήλθεν εκ βίας
 διότι τα σημεία αυτής ήσαν φανερά, έσχισαν την έκθεσιν αυτού 
και έκαμαν άλλην(*) δια της οποίας εβεβαιούτο ότι του στρατηγού 
ο θάνατος προήλθεν εκ πτώσεως από μέρους υψηλού, μετά ταύτα 
έγινεν η κηδεία του πολύ καταφρονεμένη και χειροτέρα
 και του τελευταίου καταδίκου, τον έθαψαν σαν σκυλί εις τον ναόν 
του Αγίου Δημητρίου προς δυσμάς της Ακροπόλεως.»
Χώρια από τους φυσικούς αυτουργούς που περιέγραψε ο Καλατζής, 
αυτός που τους έστειλε, που τον γνωρίζει όπως είπε ο Ανδρούτσος, 
ήταν ο Γκούρας που τυφλωμένος από τα ταξίματα δεν λογάριασε τίποτα. 
Την ενοχή του την παραδέχτηκε και ο ίδιος στον Μακρυγιάννη:
 Μιλώντας ο Μακρυγιάννης στον Γκουρα «” Όχι ‘σ ένα μήνα 
να σε βιάζουν να φύγουν. Σου βάλαν υποψίες οι απατεώνες ότι 
θα σε σκοτώσω μ’ απιστιά εξαιτίας του Δυσσέα, οπού τον σκότωσες.
 Αδελφέ, δεν έπρεπε να γένη αυτό εις τον ευεργέτη σου
 και να ‘ρθη από σένα. Τώρα έγινε.»
Ο μεγάλος Δημήτρης Φωτιάδης(4) γράφει για τους υπαίτιους της δολοφονίας:
«Τη δολοφονία του Αντρούτσου την οργάνωσαν ο Μαυροκορδάτος
 κι ο Κωλλέτης και την απόπειρα ενάντια στον Τρελόνι οι Εγγλέζοι
 με τον Μαυροκορδάτο, γιατί ενώ τον είχαν στείλει για πράκτορα, 
είχε την αποκοτιά να επηρεαστεί από τον αγώνα του λαού μας 
για τη λευτεριά του κι αρνήθηκε να παίξει το παιχνίδι τους»
Ο Μπάμπης Άννινος (5) «Ιστορικά Σημειώματα» σ.87 γράφει:
Την νύχτα της 5ης Ιουνίου του 1825 με εντολή του πρώην 
αδελφικού φίλου του Οδυσσέα Γκούρα, οι Μήτρος Τριανταφυλίνας 
ο Παπακώστας Τζαμάλας ο Γιάννης Μαμούρης και ένας παπάς 
αγνώστων στοιχείων έγιναν οι δήμιοι του Οδυσσέα: 
«Η ανάμιξη δε του ανόσιου ιερέως εις το έγκλημα η αναφερόμενη
 υπό του Σουρμελή, μαρτυρείται υπό της παραδόσεως, 
αναφέρεται δε και αλλαχού»
Τα βασανιστήρια του Οδυσσέα κράτησαν ώρες ατελείωτες. 
Εκείνοι ρωτούσαν για να τους πει που έκρυβε τον θησαυρό του. 
Μετά από ώρες κακοποίησης κι ενώ οι άλλοι τον ακινητοποίησαν
 ο ανελέητος παπάς εφάρμοσε την μέθοδο του στριψίματος των όρχεων.
 Ακολούθησε ένα ουρλιαχτό πόνου ένα βογκητό σπαρακτικό
 και μία σειρά από αναστεναγμούς. 
Ο Οδυσσέας άφησε την τελευταία του πνοή. 
Τότε τον έδεσαν από ένα σχοινί και τον πέταξαν πάνω απ’ το φρούριο
 για να φανεί σαν ατύχημα.
(*)Ο νέος ιατροδικαστής ήταν ο «φιλέλληνας¨ Ιταλός Vitali
 ο οποίος δείχνοντας την αντικειμενικότητά του γράφει 
στην ιατροδικαστική του έκθεση: «…επέφερον(τα τραύματα) 
αυτοστιγμεί τον θάνατον, άξιον εις κακούργον προδότην της πατρίδος»….
Ο νεκρός Οδυσσέας τάφηκε στο μικρό ναό των Ασωμάτων 
στους πρόποδες της Ακροπόλεως και μετά από οκτώ χρόνια 
η γυναίκα του πραγματοποίησε εκταφή των οστών, τα οποία κατέθεσε 
σε κάποιον από τους ναούς της πόλης. 
Εν τω μεταξύ ο διασυρμός του αγωνιστή
συνεχιζόταν και μετά το θάνατό του. 
Για σαράντα ολόκληρα χρόνια τον αναθεμάτιζαν ως προδότη 
και κανείς δεν ήξερε πού βρίσκονται τα οστά του. 
Εδέησε όμως έστω και καθυστερημένα η πολιτεία να αναγνωρίσει 
την προσφορά του ήρωα και να του αποδώσει τις στοιχειώδεις τιμές, 
την Κυριακή 21/2/1865 κατά την τέλεση μνημοσύνου στη Μητρόπολη
 και τη μετακομιδή των οστών του στο Α` Νεκροταφείο.
 Εστω και αργά αυτή η δικαίωση ήταν σημαντική 
αν και στη συνείδηση του λαού ο Ανδρούτσος ήταν πάντα δικαιωμένος.
1)http://kleftouria.blogspot.com/2008/04/1821_19.html
(2)Humphreys,Pictures of Greece,τ.β,σελ.210
(3)Φωτιάδη-Καραισκάκης,σελ.383
(5) το κλύσμα
(4)Δημήτρης Φωτιάδης,Καραισκάκης,σελ431

Δεν υπάρχουν σχόλια :