Ειπεν ο λαος μου: το δικαιο που μου διδαξαν επραξα
και ιδου αιωνες αποκαμα ν' απαντεχω εξω
απο την κλειστη θυρα της αυλης των προβατων.
Γνωριζε τη φωνή μου το ποίμνιο
και στην καθε σφυριγματια μου
αναπηδουσε και βελαζε.
Αλλοι ομως, και πολλες φορές οι ιδιοι που παινευανε
την καρτερια μου, απο δεντρα και μαντρες πηδωντας,
επατουσανε πρωτοι το ποδι αυτοι
μες στη μεση της αυλης των προβατων.
Και ιδου παντα γυμνος
εγω και χωρις ποίμνιο κανενα, στεναζεν ο λαος μου.
Και στα δοντια του γυαλιζεν η αρχαια πεινα,
και η ψυχη του ετριξε πανω στην πικρα της καθως
που τριζει επανω στο χαλικι το αρβυλο του απελπισμενου.
Τοτες αυτοι που κατεχουνε τα πολλα, ν' ακουσουνε
τέτοιο τριξιμο, τρομαξαν.
Επειδη το καθε σημαδι καταλεπτως γνωριζουνε
και συχνα, μιλια μακρια διαβαζουνε στο συμφερον τους.
Παρευθυς λοιπον τα πεδιλα τ' απατηλα ποδεθηκαν.
Και μισοι πιανοντας τους αλλους μισους,
απο τό 'να και τ' αλλο μερος τραβουσανε,
τετοια λογια λεγοντας: αξια και καλα τα εργα
σας, και οριστε αυτη αυτη που βλεπετε η θυρα
η κλειστη της αυλης των προβατων.
Ασηκωστε το χερι και μαζι σας εμεις, και φροντιδα
δικη μας η φωτια και το σιδερο.
Σπιτικα μη φοβαστε, φαμελιες μη λυπαστε,
και ποτε σε γιου ή πατερα ή μικρου αδερφου τη φωνη,
πισω μη κανετε.
Ειδέ τυχει κανεις απο σας κι ή φοβηθει κι ή λυπηθει
κι ή κανει πισω, να ξερει:
επανω του η φωτια που φεραμε και το σιδερο.
Και το λογο τους πριν αποσωσουν ειχε παρει
ν' αλλαζει ο καιρος, μακρια στο μαυραδι των νεφων
και σιμα στο κοπαδι των ανθρωπων.
Σα να περασε αγερας χαμηλα βογγωντας και ν' αποριξε
αδεια τα κορμια, διχως μια σταλα θυμηση.
Το κεφαλι μπλαβο και αλαλα αψηλα στραμμενο,
μα το χερι βαθια μεσα στην τσεπη, γραπωμενο
απο κομματι σιδερο, της φωτιας ή απ' τ' αλλα,
πό 'χουν τη μυτη σουγλερη και την κοψη αθερα.
Και βαδιζανε καταπανου στον εναν ο αλλος,
μη γνωριζοντας ο ενας τον αλλο.
Και σημαδευε κατα πατερα ο γιος
και κατ' αδερφου μικρου ο μεγαλος.
Που πολλα σπιτικα πομεινανε στη μεση, και πολλες
γυναικες απανωτα δυο και τρεις φορες μαυροφορεσανε.
Και που αν εκανες να βγεις λιγακι παραοξω, τιποτε.
Μονο αγερας βουιζοντας μεσα στα μεσοδοκια
και στα λιγα καμενα λιθαρια μεριες-μεριες οι καπνοι
βοσκωντας τα κουφαρια των σκοτωμενων.
Μηνες τριαντα τρεις και πλεον βαστηξε το Κακο.
Που τη θυρα χτυπουσανε ν' ανοιξουνε
της αυλης των προβατων.
Και φωνη προβατου δεν ακουστηκε παρεχτος
επανω στο μαχαιρι.
Και φωνη θυρας ουτε, παρεχτος στην ωρα
που 'γερνε μες στις φλογες τις υστερες να καει.
Επειδη αυτος ο λαος μου η θυρα και αυτος ο λαος μου
η αυλη και το ποιμνιο των προβατων.
Οδυσσέα Ελύτη
(από το Άξιον εστί)
Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου