Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά
τα ωραία θα ν' δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας
Γιάννης Ρίτσος
Τα γεγονότα του Μάη του 1936
άρχισαν στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο.
Λίγες ημέρες πριν από την Πρωτομαγιά
οι καπνεργάτες της πόλης, κακοπληρωμένοι
και χτυπημένοι από την ανεργία, προχώρησαν
σε απεργία διαρκείας. Κάθε μέρα που περνούσε
στην απεργία έμπαιναν και άλλοι κλάδοι ζητώντας
δουλειές, καλύτερα μεροκάματα αλλά και δημοκρατία,
μιας και έβλεπαν το φασισμό να πλησιάζει.
Στις 4 Μαΐου άρχισαν οι συγκρούσεις μεταξύ
των απεργών και της αστυνομίας,
που είχε την υποστήριξη πλήθους
παρακρατικών στοιχείων.
Στις 7 του μήνα ανέβηκε
στη Θεσσαλονίκη ο Ιωάννης Μεταξάς και ζήτησε
από τον Ντάκο να χτυπήσει στο ψαχνό τους απεργούς,
που κάθε μέρα γίνονταν όλο και περισσότεροι.
Στις 9 του μήνα ο Τάσος κατηφόρισε από το Χορτιάτη
ως το Ρετζίκι με τα πόδια και από εκεί μαζί με άλλους
βρήκε ένα φορτηγό που τους κατέβασε πάνω
στην Εγνατία, πίσω από το αυστριακό καπνομάγαζο
(εμπορικό κέντρο Πλατεία) στη Βασιλέως Ηρακλείου.
Εκεί ήταν το σημείο συγκέντρωσης δεκάδων χιλιάδων
απεργών που είχαν πλημμυρίσει την Αριστοτέλους,
το Μοδιάνο, την Ερμού, τη Βλάλη και τη Βενιζέλου.
Με το που βγήκε η πορεία στην Εγνατία,
έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, με τον Ντάκο,
«ήρωα και στρατηλάτη» απέναντι σε άοπλους,
να καθοδηγεί τους χωροφύλακες από την ταράτσα
του 5ου αστυνομικού τμήματος στη Συγγρού.
Ο Τάσος ήταν ο πρώτος νεκρός, η Αναστασία έπεσε
αμέσως μετά. Μέσα στο χαμό η Μαρία μαζί με τον Βαγγέλη
και τη μάνα του. Μία άλλη μάνα, του Τάσου, έκλαιγε
πάνω από το πτώμα που άλλοι απεργοί είχαν αφήσει
σε μία πόρτα που ξήλωσαν από περίπτερο στην Εγνατία.
Από εκεί ξεκίνησε ο επιτάφιος. Μπροστά τέσσερις
με μία πόρτα στα χέρια τους.
Πάνω της το πτώμα του Τάσου.
Πίσω τους 150.000 άνθρωποι και όλες οι καμπάνες
των εκκλησιών στο κέντρο να χτυπούν πένθιμα.
Μετά τον επιτάφιο, μετά την κηδεία των σκοτωμένων
στις 10 Μαΐου, άρχισε το μεγάλο ρέμπελο,
η πανεργατική εξέγερση της Θεσσαλονίκης,
όπως είπαν οι ιστορικοί
η πανεργατική εξέγερση της Θεσσαλονίκης,
όπως είπαν οι ιστορικοί
που έπιασαν το θέμα
με τέσσερις δεκαετίες καθυστέρηση.
Φωνάζοντας «Βαρκελόνη-Βαρκελόνη», όπου οι εργάτες
με τέσσερις δεκαετίες καθυστέρηση.
Φωνάζοντας «Βαρκελόνη-Βαρκελόνη», όπου οι εργάτες
είχαν πάρει την πρωτεύουσα της Καταλονίας
στα χέρια τους, όλος ο κόσμος από τις λαϊκές γειτονιές,
από την Άνω Πόλη, την Τούμπα και την Καλαμαριά,
κατέβηκε στο κέντρο και πολιορκούσε τα αστυνομικά
τμήματα. Στο Λευκό Πύργο ανέμιζαν μαύρα πουκάμισα βαμμένα κόκκινα από το αίμα των σκοτωμένων.
Από το Ντεπό οι τραμβαγέρηδες
πήραν στο κυνήγι τους χωροφύλακες
μέχρι την Εθνικής Αμύνης,
πήραν στο κυνήγι τους χωροφύλακες
μέχρι την Εθνικής Αμύνης,
στη γενική διεύθυνση χωροφυλακής.
Η πλατεία Διοικητηρίου μετατράπηκε σε πεδίο μάχης.
Οι απεργοί, με υποκινητές την οργή και το φόβο
του φασισμού, έλεγχαν όλη την πόλη και οι χωροφύλακες
είχαν κρυφτεί στα υπόγεια των αστυνομικών τμημάτων.
Στις 13 Μαΐου κηρύχτηκε γενική απεργία
και ο Μεταξάς ανακοίνωσε τη μερική
ικανοποίηση των αιτημάτων
και ο Μεταξάς ανακοίνωσε τη μερική
ικανοποίηση των αιτημάτων
των απεργών αλλά και την τιμωρία όσων κρατικών
λειτουργών εμπλέκονταν στη σφαγή.
Παράλληλα, βλέποντας πως ήταν θέμα ημερών
η εξέγερση να κατηφορίσει στην Αθήνα, μάζευε
στη Λάρισα στρατιωτικές μονάδες με επικεφαλής
αξιωματικούς γνωστούς
για τα φασιστικά φρονήματά τους.
Ενώ όλοι στη Θεσσαλονίκη περίμεναν την κήρυξη
πολιτικής απεργίας με αίτημα την εκδίωξη του Μεταξά,
το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ «με μόνη την υπόσχεση
ότι ευνοϊκά θα εξεταστούν και θα λυθούν τα αιτήματα
των καπνεργατών» σύμφωνα με τα απομνημονεύματα
του Μάρκου Βαφειάδη, προχώρησε στη λύση
των κινητοποιήσεων.
Το πογκρόμ του Μεταξά εναντίον
των πρωτεργατών της εξέγερσης της Θεσσαλονίκης
δεν άργησε.
Η Ανάφη και η Γαύδος γέμισαν με εξόριστους.
Τον Αύγουστο του ’36 ο Μεταξάς έθαψε τη δημοκρατία
και ο Βαγγέλης με τη μάνα του τη Μαρία.
*Η Μαρία, ο Βαγγέλης και η μάνα του είναι πρόσωπα
από το βιβλίο της Ιφιγένειας Χρυσοχόου
«Ξεριζωμένη γενιά, το χρονικό της προσφυγιάς
στη Θεσσαλονίκη».
Ο Τάσος Τούσης
και η Αναστασία Καρανικόλα ήταν οι πρώτοι νεκροί.
Του Θεόφιλου Σιχλετίδη ΠΗΓΗ: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου