Ο Κόρδακας είναι ένας Αρχαίος Ελληνικός
προκλητικός, άσεμνος χορός, της αρχαίας κωμωδίας.
Είναι η παλαιότερη μορφή του τσιφτετελιού*
και θεωρούνταν χιουμοριστικός ως χυδαίος.
Ο Αθήναιος τον βάζει μαζί με την υπορχηματική
όρχηση, προσθέτοντας ότι και οι δύο είναι
"παιγνιώδεις" (ΙΔ' 630Ε, 28), ενώ λέει:
"Ο μεν κόρδαξ παρ' Έλλησι φορτικός",
δηλαδή "Ο κόρδακας είναι στους Έλληνες, χυδαίος".
Ο Πολυδεύκης (IV, 99) τον χαρακτηρίζει
κωμικό λέγοντας: "Είδη δε ορχημάτων,
εμμέλεια τραγική, κόρδακες κωμικοί,
σικιννίς σατυρική",
ενώ η Σούδα γράφει:
"κορδακίζειν· αισχρώς ορχείται.
Κόρδαξ γαρ είδος ορχήσεως κωμικής".
Η εκτέλεση του κόρδακα λεγόταν κορδακισμός
και κορδάκισμα και χρησιμοποιούνταν
με τη σημασία του άσεμνου χορού,
ενώ ο χορευτής του κόρδακα
ονομάζονταν κορδακιστής.
(1) Ελληνοαγγλικό Λεξικό
* H ετυμολογία του πιθανότατα προέρχεται
από τό ότι παιζόταν κάποτε
σέ διπλή (τσιφτέ) χορδή (τέλι).
Δηλαδή, οι παλιοί Έλληνες Μικρασιάτες
και γενικά Ανατολίτες μουσικοί, τοποθετούσαν
τις 2 ψηλότερες χορδές του βιολιού κοντά-κοντά
και τις χόρδιζαν στην ίδια νότα
με διαφορά οκτάβας (συνήθως ρε΄-ρε΄΄)
ώστε η μελωδία να παίζεται με οκτάβες
και να ηχεί ενισχυμένη («Tsifte-Teli»).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου