Κάποτε ο Διογένης, ο κυνικός φιλόσοφος,
είχε πάει στη βρύση, κάτω από τον Ακροκόρινθο
για να πιάσει σειρά και να πλύνει τα χόρτα
που είχε μαζέψει για να μαγειρέψει και να φάει.
Όταν λοιπόν ήλθε η σειρά του κι άρχισε να τα πλένει,
να σου και περνάει ένας πλούσιος Κορίνθιος
που κουβαλούσαν 8 βαστάζοι υπηρέτες του
πάνω σε πολυτελέστατο φορείο.
Ο πλούσιος κοντοστάθηκε και κοίταξε με οίκτο
κατά τη μεριά του Διογένη και του φώναξε:
Ε, κακομοίρη Διογένη αν ήσουν υπηρέτης μου
θα έτρωγες καλύτερη τροφή
από τα αγριόχορτα που μάζεψες.
Ο Διογένης, ετοιμόλογος πάντοτε του απάντησε:
Τα χόρτα και τα σαλιγκάρια που μαζεύω
είναι πιο γλυκά και από τα κρέατα που τρως
ακόμη κι εσύ ο ίδιος πόσο μάλλον τα κόκκαλα
που γλύφουν οι υπηρέτες σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου