Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Γεώργιος Καραϊσκάκης."να είστε μονοιασμένοι"!


Γεννήθηκε σε μια σπηλιά πλησίον του χωριού 
Μαυρομάτι Καρδίτσης τo 1782[2], νόθος γιος 
της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά Αρτας, ανιψιάς του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα.
 Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυροματιώτη, 
που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια 
(γι' αυτό και του έμεινε η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς»). Για την ταυτότητα του πατέρα του δεν υπάρχει βεβαιότητα. Θεωρείται πιθανότερο ότι ήταν 
ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Καραΐσκος.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν 
και οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων", Κόχραν μαζί με τον Τσωρτς, "διευθυντή χερσαίων δυνάμεων" προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. 
Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία
 περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, 
όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση.
 Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων 
υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα
 που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα. 
Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, 
την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές 
δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο
 με κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς,
 δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν 
μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.
Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά
 μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη
 και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης 
ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει
 τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς 
για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους
 "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα
ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του 
για να σωθεί και η πατρίδα". 
Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, 
παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση 
της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει
 τους ακροβολισμούς των Τούρκων.
Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί 
τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827,
 έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα 
τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα 
για γενική επίθεση. 
Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν 
πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. 
Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους 
και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες
 γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά,
 έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. 
Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα 
στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν
 την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν 
ότι θα κατέληγε.
Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι
και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων,
 υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε.
 Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του,
 κατά τον Στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, 
ήταν "Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονοιασμένοι
 και να βαστήξετε την πατρίδα".
Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 
ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης 
υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του 
μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. 
Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία
 του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα 
όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.

Στις 23 Απριλίου το 1827: Γεώργιος Καραϊσκάκης, 
ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης. 
Δευτερόλεπτα προτού υποκύψει στο μοιραίο χτύπημα 
που δέχτηκε την προηγούμενη μέρα στο Φάληρο, 
εξέφρασε την πεποίθηση ότι πυροβολήθηκε 
από «φίλιο» χέρι. 
Λέγεται ότι χτυπήθηκε απο φιλικό χέρι 
(χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί) οτι είδε ποιός τον βάρεσε
 και τα τελευταία του λόγια 
του αθυρόστομου Καραϊσκάκη ήταν: 
"αν γίνω καλά θα τον χαλάσω εγώ αυτόν 
που με βάρεσε εάν ψοφήσω κλάστε μου το μπούτσο ".

1 σχόλιο :

Teneeys είπε...

Τί εἶχε τρέξη;Πῶς ἄρχισετοῦτος ὁ ἀκαρτέρευτος πόλεμος πού στοίχησε στήν ἐπαναστατημένη΄Ελλάδα τὀν Καραϊσκάκη;
'Εκεῖ πού βρίσκεται ἀκόμη καί τώρα τό παλιό θέατρο τοῦ Νέου Φαλήρου,εἶχαν τά ταμπούρια τους οἱ νησιῶτες μ' ἀρχηγό τὀν ἀνεψιό τοῦ Κόχραν,συνταγματάρχη Urquhart.Δίπλα τους στέκονταν οἱ Κρητικοί μέ τόν Καλλέργη ,πού στρατολογήθηκαν κι αὐτοί μέ χρήματα τοῦ Κόχραν κι εἴχανε φτάση τήν προηγούμενη μέρα μοναχά.
Ἅμα κάθησαν νά φᾶνε ψωμί τό μεσημέρι,τούς μοίρασαν μπόλικο κρασί,πεσκέσι ἀπό τόν ναύαρχο.Τό 'πιαν στήν ὑγειά του κι ἦρθαν στό κέφι.Βγῆκαν στό μεϊντάνι καί προχώρησαν κατά τό ἀντικρυνό τούρκικο ταμποῦρι,ὅπου ἦταν ἕνα κονάκι μέ ντουβάρι γύρω.Τό φύλαγε ὁ Γκέντζιαγας μ' ὡς πεντακόσιους νοματαίους.Μεθυσμένοι οἱ δικοί μας καθώς ἦσαν,ἄρχισαν νά ντουφεκίζουν,νά βρίζουν τούς ὀχτρούς καί νά τούς ἐρεθίζουν.
"Ἄν εἴσαστε" τούς φώναζαν "ὠρέ Τοῦρκοι,παληκάρια,ἐβγᾶτε νά πολεμήσετε".
Καί τώρα ἀναρωτιέται κανείς: 1) Πῶς ὁ συνταγματάρχης Urquhart κι οἱ ἄλλοι ἀξιωματικοί δέν τρέξανε νά τούς γυρίσουν πίσω,ἀφοῦ ξέρανε πώς τό βράδυ θά γινόταν τό κίνημα κι εἶχαν πάρη διαταγή νά μήν μαρμάξη κανείς; 2) Γιατί τοῦτη ἡ γαλαντομιά,σέ μιά τέτοια μάλιστα περίστασι,ἀπό μέρος τῶν Ἐγγλέζων,νά μοιράσουν τόσο πολύ κρασί πού νά τούς μεθύσουν;

(Ἀπό τό κεφάλαιο Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΗΡΩΑ τοῦ ἔργου Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ,τοῦ Δ.ΦΩΤΙΑΔΗ,ἐκδ.ΚΕΔΡΟΣ 1959,σελ:433-4)