Ρώτησε κάποτε ένας ζωγράφος
τον αγαπημένο του δάσκαλο,
την ώρα που τον αποχαιρετούσε συγκινημένος
και ύστερα από κάποια χρόνια μαθητείας κοντά του.
- Πότε θα ξέρω, ότι η εικόνα είναι σωστή, για να σταματήσω;
- Γιατί δε με ρωτάς, πριν από αυτό, πότε θα ξέρεις ότι
η εικόνα είναι η σωστή για να ξεκινήσεις, του απάντησε
ο γέροντας δάσκαλος,
αυτή θα ήταν σωστότερη ερώτηση.
Χρόνια ολόκληρα μπορεί να ζωγραφίζεις μόνο και μόνο
χάριν εξασκήσεως, αλλά όταν θα φτάσεις στο σημείο
να γνωρίζεις από την αρχή, ότι η εικόνα είναι σωστή,
τότε θα ξέρεις και που να σταματήσεις.
- Ναι αλλά πότε θα το νιώσω και πως, επέμενε ο μαθητής.
- Αυτό δεν μπορώ να σου το μάθω εγώ,
αυτό δεν μαθαίνεται φοβάμαι,
του απάντησε απογοητεύοντάς τον ίσως ο δάσκαλός του,
εγώ το μόνο που μπορούσα πραγματικά να σου διδάξω
ήταν οι τεχνικές που μέχρι σήμερα γνωρίζω
και αν κατά τη διάρκεια της μαθητείας σου
κοντά μου κατόρθωσα να σου φέρω στην επιφάνεια
κοντά μου κατόρθωσα να σου φέρω στην επιφάνεια
κάποιες κρυφές σου ευαισθησίες, να σου οξύνω
κάποια νύχια για να σκάψεις μέσα σου
και κάποιες ευαίσθητες κεραίες να σου αναστήσω,
τότε μπόρεσα να σου δείξω το δρόμο.
Αλλά ο δρόμος είναι δική σου υπόθεση και μόνος σου
θα τον περπατήσεις.
Δική σου υπόθεση είναι, αν θα το κάνεις πεζός
και σαν περιηγητής απολαμβάνοντας το τοπίο
ή με άμαξα, τραίνο, αυτοκίνητο ή ακόμη με αεροπλάνο
ενδιαφερόμενος μονάχα για το αποτέλεσμα
και αδιαφορώντας για όλα τα άλλα που ίσως είναι,
στην πραγματικότητα, η ουσία
και ο σκοπός που αξίζει να γίνεται το ταξίδι.
- Δηλαδή, απόρησε τώρα περισσότερο ο μαθητής.
-Όταν κάποιος αποφασίζει να ταξιδέψει,
ποτέ δεν είναι σίγουρος για το φτάσιμο,
απλά είναι σίγουρος και πρέπει να είναι σίγουρος
για το σκοπό του ταξιδιού, τον προορισμό του δηλαδή,
αλλιώς απλά αλητεύει και όχι ότι είναι κακό αυτό
αλλά τότε δεν ρωτάει για το που και το πότε θα φτάσει.
Ούτε και που τον ενδιαφέρει δηλαδή αλλά εσύ με ρωτάς.
Ίσως μάλιστα, αυτά ακριβώς τα ταξίδια
να είναι περισσότερο γοητευτικά.
- Ναι θυμάμαι δάσκαλε, τότε που μας έλεγες
ότι κοιτάξτε να δείτε ιστορίες
που σκαρφίστηκε να πει ο Οδυσσέας στη γυναίκα του,
για να δικαιολογήσει την απουσία του
κοντά δέκα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας.
Τόσα πέρασαν από τότε δάσκαλε και ακόμα θυμάμαι
τη στιγμή που έγινε όλη αυτή η συζήτηση
και ειπώθηκαν και άλλα πολλά,
αλλά νομίζω πως τώρα μπορώ μονάχα να σου πω
ότι αρχίζω να βλέπω,
σαν από ομίχλη που αργά αλλά σταθερά απομακρύνεται,
και νομίζω πως ξεκαθαρίζει η εικόνα
ή όπως εσύ έλεγες το τοπίο.
Τοπίο και εικόνα που ήθελα πράγματι να περπατήσω
και σαν αργόσχολος μέσα της να αλητέψω
δίχως να με ενδιαφέρει το πότε θα βγω από το όνειρο,
αυτή τη χώρα των θαυμάτων, την πίσω πλευρά
της λογικής των πρέπει,
της χρηστικότητας και των διότι αλλά και των γιατί.
Μια εικόνα ενδοσκόπησης και βάπτισης.
Αυτήν, την αρχαία και ασύνειδη, γραφή
της παιδικής μας αθωότητας
που μέσα μας σμιλεύεται αργά και σταθερά
από τη μέρα που γεννιόμαστε
(ίσως και από πιο πριν, ποιος να το ξέρει)
και δεν γνωρίζει κανείς
από πότε ακριβώς αλλά και γιατί, παρά μόνο
(κάποιες φορές) είμαστε σε θέση
να ξέρουμε ότι υπάρχει εκεί έτοιμη
να μας αποκαλύψει το ποιοι είμαστε.
Τριάντα τόσα χρόνια και η χώρα των θαυμάτων,
ο τόπος όπου ανώφελα λες και γίνονται τα πάντα,
ήταν εδώ φιλόξενος
και άξενος ταυτόχρονα!
Ήταν εδώ πάντοτε, γιατί αυτή την παράξενη χώρα,
την κουβαλάμε μέσα μας, στο κύτταρό μας.
Είμαστε εμείς οι ίδιοι.
Είναι η χώρα μας, ο τόπος μας, το σπίτι μας,
οι φίλοι μας και οι αγαπημένοι μας.
Είναι το κορμί μας, το κορμί της!
Είναι τόσα πολλά.......
Να είσαι καλά δάσκαλε όπου και να βρίσκεσαι.
Σε όποιους κόσμους και αν βρίσκεσαι.
Παραμένω παντοτινός μαθητής.
Πάν Καρτσωνάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου