Αρέσκεται στο σκοτάδι το ποίημα.
Εκεί σπέρνεται ανοίγοντας
μικρούς φεγγίτες,
που μεγαλώνουν, μεγαλώνουν..
Το πολύ ηλιακό φως
το εκτυφλωτικό
το πληγώνει.
Γιατί είναι φως το ποίημα,
φως ενός άλλου φωτισμού,
δυνατότητα ενός άλλου ήλιου.
Η ευδαιμονία του χορτασμού
και της οικονομίας το αφήνει νηστικό.
Σαν ένα ζώο λησμονημένο κι άχρηστο.
Μη έχοντας δοκιμάσει
το μαχαίρι της πείνας
για ψωμί και φως,
τη δίψα του στερεμένου ποταμού.
Η ανυποψία των κοντόφθαλμων
και των κοιμισμένων το αποφεύγει,
έξω από τον ύπνο του δικαίου,
έξω από το όνειρο,
σαν ένα εφιαλτικό πουλί.
Όλα τα μάτια τα άγρυπνα
στρέφουν προς το Ποίημα.
Γιώργος Θέμελης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου