Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Πολύ δεν θέλει ο Έλληνας να χάσει την λαλιά του.

Ο γνωστός τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος 
έχει διαπιστώσει ότι η προφορά των μακρών
 και των βραχέων φωνηέντων είναι εγγενής 
και αυθύπαρκτη στην Ελληνική γλώσσα, 
παρά την κακοποίηση που έχει υποστεί αυτή
 με την κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων.
Όπως περιγράφει και ο ίδιος:
«Έδωσα σε έναν ανύποπτο νέο που παρευρίσκετο 
στο στούντιο να διαβάσει λίγες φράσεις. 
Εκεί μέσα είχα βάλει σκοπίμως την ίδια λέξη 
ως επίθετο και ώς επίρρημα, διότι είχα πάντα 
την περιέργεια να διαπιστώσω αν προφέρουμε 
διαφορετικά το ωμέγα από το όμικρον. 
Μαγνητοφωνήσαμε τις φράσεις 
1. Είναι ακριβός αυτός ο αναπτήρας 
και 2. Ναί, ακριβώς αυτό ήθελα να πώ. 
Ελάχιστη διαφορά στο αυτί, ο ηχολήπτης μόνο
 επέμενε ότι το δεύτερο ήταν κάπως πιο φαρδύ. 
Τότε συνδέσαμε τον παλμογράφο. 
Το διάγραμμα του επιρρήματος που γράφεται
 με ωμέγα είναι πολύ πλουσιότερο.
 Καταπληκτικό! 
Ο παλμογράφος μου φάνηκε σαν μια σκαπάνη 
που κάτω από το έδαφος της καθημερινής ομιλίας 
ανακαλύπτει αυτό που δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει, 
έστω μέσα σε χειμερία νάρκη,
αυτό που συνειδητοποίησαν και προσπάθησαν
 να μνημειώσουν οι Αλεξανδρινοί 2.300 χρόνια πριν. 
Τίποτε δεν χάθηκε. Όλα υπάρχουν.»
Άλλωστε η ίδια η γλώσσα είναι ξεκάθαρη. 
Το «όμικρον» είναι «ο» αλλά μικρό, ενώ το «ωμέγα» 
είναι και αυτό μεν «ο», είναι μέγα όμως, 
σαν δύο όμικρον μαζί, και ακόμα και το σύμβολό του 
είναι πραγματικά σαν δύο όμικρον κολλημένα.
 Μέγα και σε διάρκεια λοιπόν. 
Για αυτό όταν θέλουμε να γράψουμε το επιφώνημα 
θαυμασμού «πω πω» χρησιμοποιούμε ενστικτωδώς 
το ωμέγα και όχι το όμικρον. 
Γραμμένο με όμικρον φαίνεται γελοίο.
Πολλοί ίσως να μην καταλαβαίνουν την τεράστια 
σημασία του πειράματος αυτού. 
Είναι εκτός όλων των άλλων και μια τρανταχτή 
απόδειξη για την συνέχεια της Ελληνικής φυλής, 
καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να παραμείνει 
στην γλώσσα μόνο περνώντας την γλώσσα 
από τον γονέα στο παιδί, σε αντίθετη περίπτωση 
θα είχε χαθεί.
Υπολογίζοντας όμως έστω και με τις συμβατικές
 χρονολογίες, οι οποίες τοποθετούν τον Όμηρο 
γύρω στο 1.000 π.Χ.,
 έχουμε το δικαίωμα να ρωτήσουμε: 
Πόσες χιλιετίες χρειάστηκε η γλώσσα μας 
από την εποχή που οι άνθρωποι των σπηλαίων 
του Ελληνικού χώρου την πρωτοάρθρωσαν
 με μονοσύλλαβους φθόγγους μέχρι να φτάσει 
στην εκπληκτική τελειότητα της Ομηρικής
 επικής διαλέκτου, με λέξεις 
όπως «ροδοδάκτυλος», «λευκώλενος», «ωκύμορος», κτλ; 
Ο Πλούταρχος στο «Περί Σωκράτους δαιμονίου»
 μας πληροφορεί ότι ο Αγησίλαος ανεκάλυψε 
στην Αλίαρτο τον τάφο της Αλκμήνης, 
της μητέρας του Ηρακλέους, ο οποίος τάφος
είχε ως αφιέρωμα «πίνακα χαλκούν έχοντα
 γράμματα πολλά θαυμαστά, παμπάλαια...». 
Φανταστείτε περί πόσο παλαιάς γραφής πρόκειται, 
αφού οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες 
την χαρακτηρίζουν «αρχαία»...
Φυσικά δεν γίνεται ξαφνικά, «από το πουθενά» 
να εμφανιστεί ένας Όμηρος και να γράψει δύο
 λογοτεχνικά αριστουργήματα, είναι προφανές ότι
 από πολύ πιο πρίν πρέπει να υπήρχε γλώσσα 
(και γραφή) υψηλού επιπέδου. 
Πράγματι, απο την αρχαία Ελληνική Γραμματεία 
γνωρίζουμε ότι ο Όμηρος δεν υπήρξε ο πρώτος, 
αλλά ο τελευταίος και διασημότερος μιάς
 μεγάλης σειράς επικών ποιητών, των οποίων
 τα ονόματα έχουν διασωθεί 
(Κρεώφυλος, Πρόδικος, Αρκτίνος, Αντίμαχος,
 Κιναίθων, Καλλίμαχος) καθώς και τα ονόματα
 των έργων τους (Φορωνίς, Φωκαϊς, Δαναϊς, 
Αιθιοπίς, Επίγονοι, Οιδιπόδεια, Θήβαις...) 
δεν έχουν όμως διασωθεί τα ίδια τα έργα τους. 
«Πολύ δεν θέλει ο Έλληνας
να χάσει την λαλιά του
και να γίνει μισέλληνας
από την αμυαλιά του.»
Νίκος Γκάτσος
«Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας
Πάνω σε καταστρώματα
 καταλυμένων καραβιών
Μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις
 από ξένες γλώσσες;» 
Γιώργος Σεφέρης




Δεν υπάρχουν σχόλια :