Ξέραμε πως θα ’ρχόταν μια μέρα
Που θα φιλιόμαστε όλοι στους δρόμους
Που οι παπαρούνες θα σαλεύαν ελεύθερες στον άνεμο
Που τα βράδια θα πέφταν αργά γεμάτα καλοσύνη.
Κι όμως η πίστη ποτέ δεν ξεφτούσε
Τις κατάμαυρες νύχτες
Κλεισμένοι στα σπίτια μας
Ακούγαμε τις τουφεκιές στους δρόμους
Να τρυπανίζουν την παρθένα ερημιά
Και τ’ άγουρα παλικάρια
Μπροστά στις μπούκες που θα ξερνούσαν το θάνατο
Τραγουδούσαν έχε γεια καημένε κόσμε
Και πασπαλίζαν τα πρόσωπά μας
Οι στάχτες της καμένης Κλεισούρας
Και οι οιμωγές του Χορτιάτη
Και χαρίζαμε τις ελπίδες μας
Στους αξούριστους άντρες
Που με τα κοντάκια τους χτίζαν τη λευτεριά
Και γράφαμε τότε
την παράφορη οργή μας στους τοίχους
Έτσι
Ο ήλιος φαινόταν άρρωστος
Τα μικρά παιδιά δεν γελούσαν
Οι φάμπρικες στέκαν θλιμμένες
Όμως εμείς ξέραμε καλά
Πως θα έφτανε η μέρα εκείνη
Που ελεύθερες θα σάλευαν
οι παπαρούνες στον άνεμο.
Κλείτος Κύρου
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου