Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει.
Ὅμως ἐγὼ,
δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα.
Ἔβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω.
Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες.
Μιλᾶτε, δείχνετε πληγὲς ἀλλόφρονες στοὺς δρόμους.
Τὸν πανικὸ ποὺ στραγγαλίζει τὴν καρδιά σας σὰ σημαία
Καρφώσατε σ᾿ ἐξῶστες, μὲ σπουδὴ,
φορτώσατε τὸ ἐμπόρευμα
Ἡ πρόγνωσίς σας ἀσφαλής:
Θὰ πέσει ἡ πόλις.
Ἐκεῖ, προσεχτικά, σὲ μιὰ γωνιά,
μαζεύω μὲ τάξη,
Φράζω μὲ σύνεση τὸ τελευταῖο μου φυλάκιο.
Κρεμῶ κομμένα χέρια στοὺς τοίχους, στολίζω
μὲ τὰ κομμένα κρανία τὰ παράθυρα, πλέκω
μὲ κομμένα μαλλιὰ τὸ δίχτυ μου καὶ περιμένω.
Ὄρθιος καὶ μόνος σὰν καὶ πρῶτα περιμένω.
Μανόλης Ἀναγνωστάκης
(Θεσσαλονίκη 1925 - Ἀθήνα 2005):
Ἰατρὸς ἀκτινολόγος, ποιητὴς καὶ δοκιμιογράφος.
Ένας από τους κορυφαίους ποιητές της πρώτης
μεταπολεμικής γενιάς.
Ποιητής με πολιτική συνείδηση,
φυλακίστηκε και καταδικάσθηκε σε θάνατο
για τις ιδέες του και χαρακτηρίστηκε
ως ο «ποιητής της ήττας»,
καθώς με τους στίχους του εξέφρασε
τη διάψευση των οραμάτων της Αριστεράς.
Διαβάστε περισσότερα:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου