...δίχως ήλιο αν μας καλεί η ημέρα,
πού είναι ο κόσμος;
(Απόσπασμα από το ποίημα
«Δίχως πανί» της Συλλογής «Κάτω από σκιές και φώτα» [1929]).
Και τις αχτίδες σου, ήλιε, θα στις επιστρέψω.
Στου σύμπαντος τον οργασμό θα ζεσταθώ…
(Απόσπασμα από το ποίημα
«Περιφρόνηση» της Συλλογής «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων» [1933]).
Σαν μάγισσα η θάλασσα ασκεί μια γοητεία
και ξελογιάζει εντελώς κάποιους απ τους ανθρώπους.
Είναι γοργόνα, μάγισσα κι όσοι την αγαπήσαν
δεν την αλλάζουν με καμιά, άλλη του κόσμου χώρα.
Οι Έλληνες, απ την αρχή, τους μυθικούς μας χρόνους
η σχέση μας με θάλασσα υπήρξε ερωτική.
Καθόρισε τον ρόλο μας σ όλη την ιστορία.
Ακόμη και στο σήμερα, η θάλασσα μας σώζει.
Γοργόνας γάλα βύζαξε, ο Έλληνας, στην κούνια
γι αυτό και με τη θάλασσα έχει αυτή τη σχέση.
Πάν Καρτσωνάκης
Δεν βιάζεται η θάλασσα, δεν έχει που να πάει
εμείς μόνο βιαζόμαστε, νεράκι που κυλάει.
Πάν Καρτσωνάκης
Κι αν ήσαι νέος, μες σταις φλέβες σου θα τρέξη
της θάλασσας ο πόθος· θα σε ’πη μια λέξι
το κύμα απ’ τον έρωτά του, και θα βρέξη
με μυστική τον έρωτά σου μυρωδιά.
Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.
Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων; —
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων,
που σάβανό των έχουν τον ψυχρόν αφρό,
και κλαίν για ταις γυναίκες των, για τα παιδιά των,
και τους γονείς των, για την έρημη φωλιά των,
ενώ τους παραδέρνει πέλαγο πικρό,
σε βράχους και σε πέτραις κοφτεραίς τους σπρώχνει,
τους μπλέκει μες στα φύκια, τους τραβά, τους διώχνει,
κ’ εκείνοι τρέχουνε σαν νάσαν ζωντανοί
με ολάνοιχτα τα μάτια τρομαγμένα,
και με τα χέρια των άγρια, τεντωμένα,
από την αγωνία των την υστερνή.
Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων;—
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων
που κοιμητήριο ποθούν χριστιανικό.
Τάφο, που συγγενείς με δάκρυα ραντίζουν,
και με λουλούδια χέρια προσφιλή στολίζουν,
και που ο ήλιος χύνει φως ζεστό κ’ ευσπλαγχνικό.
...................................................
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)
Άλλοτε η θάλασσα μας είχε σηκώσει στα φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στον ύπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιά στον αγέρα
Τις μέρες κολυμπούσαμε μέσα στις φωνές
και τα χρώματα
Τα βραδιά ξαπλώναμε κάτω απ’ τα δέντρα
και τα σύννεφα
Τις νύκτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε
Ήταν τότε ο καιρός τρικυμία χαλασμός κόσμου
Και μονάχα ύστερα ησυχία
Αλλά εμείς πηγαίναμε χωρίς να μας εμποδίζει κανείς
Να σκορπάμε και να παίρνουμε χαρά
Από τους βράχους ως τα βουνά μας οδηγούσε
ο Γαλαξίας
Και όταν έλειπε η θάλασσα ήταν κοντά ο θεός
Γιώργος Σαραντάρης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου