Το πολυπόθητο μήνυμα για πολλές κυβερνήσεις στην Ελλάδα,
σε διαφορετικές χρονικές συγκυρίες, εξέπεμψε προ ελάχιστων εβδομάδων
από την καλοκαιρινή Ουάσινγκτον, στο υψηλότατο επίπεδο, η αμερικανική
κυβέρνηση του προέδρου Τραμπ: «Η Ελλάδα είναι μια φιλική και ασφαλής χώρα
για τις ΗΠΑ». Η προτροπή σε επιχειρηματικούς ομίλους και funds να μη φοβηθούν
να επενδύσουν στη χώρα μας έρχεται σε μια κρίσιμη καμπή,
όπου η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση, υπό την πρωθυπουργία του Κ. Μητσοτάκη,
στο τέλος του κύκλου των Μνημονίων, καλεί ξένους επενδυτές να συμμετάσχουν
στο «restart» (την επανεκκίνηση) που δρομολογεί για την Ελλάδα.
Κρίσιμους παράγοντες για αυτήν την πολύ θετική για την Ελλάδα
αμερικανική στρατηγική αποτελούν σε ένα πρώτο επίπεδο η γεωπολιτική
και οι συνθήκες που έχουν επικρατήσει στους περιφερειακούς και διεθνείς
συσχετισμούς τόσο στη Μεσόγειο όσο και στην Ευρώπη,
Νοτιοανατολική και Κεντρική.
Η Ελλάδα έχει προσδιορισθεί, πλέον, ως κρίσιμος εταίρος μεταξύ
των χαρακτηριζόμενων ως «μετωπικών κρατών», συμμαχικών προς τις ΗΠΑ.
Η εμπεδωμένη αντίληψη, και μέσα από την εναλλαγή των κυβερνήσεων,
που εκπέμπει η χώρα μας τόσο σε σχέση με τις συμμαχίες της με το Ισραήλ
και την Αίγυπτο στη Μεσόγειο και την Ανατολή όσο και σε διμερές
στρατηγικό επίπεδο με τις ΗΠΑ -με αιχμή την άμυνα, την ασφάλεια
και την ενέργειαδημιουργεί πολύ συγκεκριμένα δεδομένα.
Ετσι, σύμφωνα με πληροφορίες και εκτιμήσεις που έχουν στη διάθεσή τους
τα «Π» από διεθνείς και αμερικανικές πηγές, η σχέση Ελλάδας – ΗΠΑ
το επόμενο χρονικό διάστημα θα σημειώσει νέα εμβάθυνση, όχι μόνο
στον αμυντικό τομέα, με τη στρατηγική διμερή συμφωνία,
αλλά και στον οικονομικό και τον επενδυτικό.
Με δεδομένη την όλο και πιο αρνητική «τάξη πραγμάτων»
στη σχέση Τουρκίας – ΗΠΑ, δείχνει προεξοφλημένη η επιλογή
της Ουάσινγκτον να επιταχύνει «αποεπένδυση» των αμερικανικών κεφαλαίων
από την Τουρκία και επανεπένδυση μεγάλου μέρους αυτών σε άλλες χώρες.
Μεταξύ αυτών η Ελλάδα, που, όπως και η Κύπρος, βρίσκεται συνδεδεμένη
με πλέγμα αμοιβαίων συμφερόντων με το Ισραήλ, ενώ ταυτόχρονα
στους νέους σχεδιασμούς της Ουάσινγκτον αποτελεί την «κρίσιμη πύλη»
από την πλευρά της θάλασσας τόσο για τη Βαλκανική
όσο και για την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Επίσης, οι ΗΠΑ
αντιμετωπίζουν ήδη με απολύτως αρνητικό τρόπο στρατηγικές επιλογές
των κεντρικών δυνάμεων της Ευρώπης, κυρίως της Γερμανίας,
σε γεωπολιτικό, στρατιωτικό, ενεργειακό και με έμφαση πλέον
στο οικονομικό – εμπορικό επίπεδο.
Χαρακτηρίζεται απολύτως ενδεικτικό το γεγονός ότι ο πρόεδρος Τραμπ
έρχεται στην Ευρώπη τις προσεχείς ημέρες για τη σύνοδο του G-7,
αλλά αποφεύγει για ακόμα μία φορά να επισκεφθεί τη Γερμανία,
όπως με συνέπεια πράττει από την αρχή της θητείας του.
Αντίθετα, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές στην Ουάσινγκτον,
περιφερειακές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, όπως η Πολωνία
και η Ουγγαρία, και της Νότιας Ευρώπης, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία,
θα επιχειρηθεί να αποτελέσουν τους νέους «προνομιακούς εταίρους»
για τις ΗΠΑ σε πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο,
πέραν φυσικά της Βρετανίας, που μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας
του Brexit δεν λογίζεται ως Ευρωπαϊκή Ενωση.
Στο πλαίσιο αυτό, το ενδιαφέρον των Αμερικανών επενδυτών στην Ελλάδα
θεωρείται ότι θα επικεντρωθεί στους τομείς της τεχνολογίας
(ιδιαίτερα στο Αrtificial Ιntelligence), της ενέργειας, του τουρισμού
(με έμφαση και στον ιατρικό), του real estate, των λιμένων, των ναυπηγείων
και της αμυντικής βιομηχανίας
(σχετίζονται και οι δύο τομείς με τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς),
των καζίνο, των τροφίμων και της μεταποίησης σχετικά, των βοτάνων,
της βιοϊατρικής (στη βάση του DNA) και της βιο-μηχανικής στον ιατρικό
τομέα που συνδυάζεται με την τεχνολογία, ακόμα και του χρηματοοικονομικού
τομέα ή των τραπεζών, εφόσον, όμως, αυτές εξυγιανθούν
και αποκτήσουν λειτουργικό ρόλο (ύστερη φάση).
Πλεονεκτήματα
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις, παρουσιάζει πλεονεκτήματα,
με κύριο την προσφορά εξειδικευμένου και με υψηλό μορφωτικό επίπεδο προσωπικού
(πρόβλημα στο πεδίο αυτό το brain drain κατά τη διάρκεια των Μνημονίων),
τη γεωγραφική θέση, το κλίμα, την παράδοση στη ναυτιλία και στα βιοτεχνικά
προϊόντα και τις δυνατότητες του πρωτογενούς τομέα.
Ταυτόχρονα όμως χαρακτηρίζεται και από μεγάλες δυστοκίες.
Σε αυτές λογίζονται η γραφειοκρατία, η καθυστερημένη έκδοση δικαστικών
αποφάσεων, η συστημική διαφθορά και το «καρτέλ» των εγχώριων
επιχειρηματικών ομίλων που αντιμάχονται την παρουσία
απευθείας ξένων επενδύσεων.
Οι νόμοι που φέρνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με πολύ σημαντικό
μεταξύ αυτών τον επερχόμενο Νόμο Γεωργιάδη περί επενδύσεων, έχουν στόχο
να αναστρέψουν αυτήν την πραγματικότητα και να δημιουργήσουν νέα δεδομένα.
Πέραν αυτών, όμως, υφίσταται και μια επιπλέον ελληνική ιδιαιτερότητα.
Φορείς των αμερικανικών επενδύσεων κατά κύριο λόγο είναι funds
και όχι επιχειρηματικοί όμιλοι.
Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να προβάλλει επενδυτικούς στόχους
«ώριμους» ως προς το business plan και την απόδοση μιας επένδυσης
κεφαλαίου, όπου ακόμα και το management θα πρέπει να προδιαγράφεται.
Αντίθετα, η χώρα διακρίνεται για ασάφεια στόχων και υψηλές προσδοκίες
χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο, κάτι που σε πρακτικό επίπεδο
μπορεί να δημιουργήσει σημαντικές επιπλοκές και ανακολουθίες.
Πηγή: Παραπολιτικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου