Είναι ανάγκη να συναντήσει η Παιδαγωγική το «Είναι» της ύπαρξης του μαθητή;
Όχι ως μια «έξτρα» ανθρώπινη ευαισθησία κάποιων καλλιεργημένων
εκπαιδευτικών αλλά ως συνολική ανταπόκριση σε μια ανάγκη, σε μια απαίτηση
που αναδύεται από την ίδια την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα;
Ο Ελύτης απαντά στο ερώτημα αυτό με σαφή και καθαρό τρόπο.
Ο λόγος του, λόγος ποιητικός ακόμα και στο πεζό κείμενο, δεν έχει υπονοούμενα
και υπεκφυγές.
Άλλωστε είναι γνωστό το πάθος του να ανασύρει την αλήθεια της ύπαρξης,
την αλήθεια του ανθρώπου και της κοινωνίας, πετώντας τις όποιες περιττές
λεπτομέρειες και κρατώντας γυμνή και καθαρή την ουσία.
Δίνει απάντηση με ένα κείμενο γραμμένο εδώ και πάνω από 40 χρόνια,
σε μια εποχή που δεν είχε ακόμα φανεί καθαρά στους πολλούς αυτή η ανάγκη.
Στους πολλούς· γιατί στους λίγους, όπως ο Ελύτης, που επιδιώκουν και μπορούν
να βλέπουν σε βάθος πίσω από τα ριντό του επιφανειακού και του πρόσκαιρου,
η ανάγκη ήταν πασιφανής και ηχηρή η άγνοιά της από την εκπαίδευση.
Το κείμενο «Η μέθοδος του «άρα»,
(Εν λευκώ, Ίκαρος, Αθήνα 2011) γράφτηκε το 1976 και όσα αναφέρονται
στη συνέχεια μέσα σε εισαγωγικά είναι αποσπάσματα από αυτό.
«Το μυαλό μας κάνει μαιάνδρους απίθανους προκειμένου στο μέλλον
να σταδιοδρομήσει στα εργαστήρια, στους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους
, οπουδήποτε οσφραίνεται όφελος χειροπιαστό.
Προκειμένου όμως να καταλήξει σε μια “συνειδητοποίηση του είναι”
παραμένει στην πρώτη του Δημοτικού. Γιατί;»
«Μπαίνοντας ο εικοστός αιώνας στο τελευταίο του τέταρτο, αισθάνομαι
άστεγος και περιττός.
Όλα είναι κατειλημμένα — ως και τ’ άστρα.
Οι άνθρωποι έχουν απαλλαγεί από κάθε παιδεία, όπως στην εποχή
του Τσέγκις Χαν, και δεν ερωτεύονται ούτε κατ’ ιδέαν.
Πρωθυπουργοί συναλλάσσονται με προσωπιδοφόρους, ποικίλες ομάδες
καταλαμβάνουν αεροπλάνα και συλλαμβάνουν ομήρους, ενώ οι κολεγιόπαιδες
λύνουν εκπληκτικές εξισώσεις με μιαν ευκολία που είναι ν’ απορείς:
συν, πλην, διά, επί — άρα.
Το μυστικό στη ζωή αυτή, φαίνεται, δεν είναι αν είσαι δούλος ή όχι· καθόλου.
Είναι να οδηγείσαι με συνέπεια σε κάποιο “άρα”
και να ’χεις έτοιμη την απάντηση.
Πολύ ωραία.
Μπροστά όμως σε μια φράση ποιητική, για ποιο λόγο αυτό το “άρα” στομώνει;»
«[…]“Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει”· άρα;
Μηδέν ο μαθητής. —“Ο ήλιος κυκλοδίωκτος, ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε”· άρα;
Κενό.
Το τρανζίστορ μας, ναι· αυτό ξέρουμε να το λύνουμε
και να το επανασυνδέουμε στο άψε-σβήσε.»
«[…]Το διδακτικό προσωπικό των λυκείων και των πανεπιστημίων
είναι σε θέση να μας πληροφορήσει με πάσαν ακρίβεια ποιες
και πόσες παραλλαγές από κάθε στίχο του Σολωμού υπάρχουν,
όπως επίσης —και ακόμη καλύτερα— τι ήτανε η Σχολή του Αμμωνίου Σακκά.
Να μας πει όμως για ποιο λόγο συνιστά ποίηση “της αυγής το δροσάτο
ύστερο αστέρι” και, από το άλλο άκρο, το “μια Κυρία Ειρήνη Ανδρονίκου Ασάν”,
ποτέ. Ούτε θα ήτανε δυνατόν.
Κι όμως κάποιο άλλο “άρα” θα πρέπει να υπάρχει.
Κάπου εκεί, κατά το μέρος του μυστηρίου,
ή κατά το μέρος της φωνητικής, ή και τα δύο μαζί.»
Και ναι, ο νέος άνθρωπος σήμερα κραυγάζει για το νόημα της ζωής, λαχταρά
να ανοίξει τα πανιά της ψυχής του, μιας ψυχής που δεν την γνωρίζει και ούτε ξέρει
πώς να την εξερευνήσει· αναζητά τον εαυτό του, μπαίνει σε στίβους
και αρένες μαζί με άλλους εαυτούς· ερωτεύεται, αγκαλιάζεται και ταυτόχρονα
εχθρεύεται και συγκρούεται μαζί τους.
Έχει ανάγκη να υπάρξει στη μια και μοναδική ζωή του,
ως ένας και μοναδικός εαυτός. Αλλά δεν ξέρει πώς.
«Α, πόσο μεγάλο είναι στ’ αλήθεια το χάσμα που χωρίζει αυτούς που σκέπτονται
όπως δρουν και αυτούς που δρουν όπως σκέπτονται:
Εκατομμύρια ευημερούντων ανθρώπων οδηγούνται καθημερινά, μαζί
με τ’ αμάξια τους, τα κέντρα τους, τις επαύλεις τους, στη μεγάλη εκείνη
χωματερή που την αποκαλούν θάνατο ενώ δεν είναι παρά έργο των χειρών τους.
Κι όσο για το θάνατο τον αληθινό, αυτός βρίσκεται αλλού. Πού;
Εκεί που οι λέξεις δεν έχουν πλέον τη δύναμη να γεννούν απαρχής
τα πράγματα που κατονομάζουν.»
«Επειδή -να το πούμε κι αυτό- ελευθερία δεν είναι να κινείσαι ανεμπόδιστα
στο πεδίο που σου έχει δοθεί. Να διευρύνεις αυτό το πεδίο, και δη κατά
τη διάσταση της αναλογίας των αισθήσεων, αυτό είναι.
Διαθέτοντας καινούριες μονάδες για τη μέτρηση του κόσμου.»
Και το σχολείο, θα προσθέταμε, δεν έχει καμία επαφή με αυτά
τα πιο σημαντικά ερωτήματα του νέου ανθρώπου· τα πιο τραγικά,
με την έννοια που τα συναντούμε στην αρχαία τραγωδία· την αναζήτηση
της ελευθερίας μέσα από την αιώνια αντίφαση του «εγώ» και του «εμείς».
Κι αν σε άλλες εποχές οι άνθρωποι αποδέχονταν να λύνονται αυτές οι αντιφάσεις
με κριτήριο τις επικρατούσες κοινωνικές αρχές και αξίες, σχεδόν ασάλευτες
και αδιαπραγμάτευτες παρόλο που αντιστρατεύονταν στις επιθυμίες τους,
σήμερα η ισχύς των κοινωνικών αυτών αξιών και αρχών έχει κλονιστεί.
Ο άνθρωπος βγαίνει μπροστά, μόνος, πιο ελεύθερος.
Με ποια όμως ικανότητα να διαχειριστεί την ελευθερία του;
Με ποια ικανότητα να πορεύεται μέσα
από τις αντιφάσεις του «εγώ» και του «εμείς»;
Με ποια ευθύνη απέναντι στον εαυτό του και στους άλλους,
απέναντι στην επιθυμία και ανάγκη αυτοπραγμάτωσης του «εγώ»
με σεβασμό στο «εμείς»;
Πού είναι η εκπαίδευση, η παιδαγωγική σ’ όλα αυτά;
Πόσο συγκροτούν τον μαθητή τα «άρα» των συναρτήσεων, του συντακτικού,
των ιστορικών γεγονότων και τόσων άλλων σπαραγμάτων
της ανθρώπινης γνώσης, με τον τρόπο που τα διδάσκεται;
Η εκπαίδευση ασχολείται με τα κομματάκια του ανθρώπου,
όχι με τον άνθρωπο· με τα κομματάκια της ζωής, όχι με τη ζωή.
Κάτι πολύ σημαντικό και ουσιαστικό μας διαφεύγει.
Ο ποιητής δεν μένει, όμως, στο σκοτάδι που απλώνεται όταν οι πολλοί
«σκέπτονται όπως δρουν».
Βγαίνει στο φως και μας προτρέπει να κινηθούμε προς αυτό:
«εθισθείτε στην ιδέα ότι η πραγματικότητα είναι μια ωραία γυναίκα
που σας προσφέρεται – και δράσετε.
Μη διστάσετε να εκλάβετε τα μαλλιά της για σύννεφα ή τη λύπη της
για σιγανόφωνο τραγούδι.
Μόνον ακούτε και χαϊδεύετε, χαϊδεύετε κι ακούτε.
Δίνετε τις ιδιότητες που αφορούν τα έμψυχα στα άψυχα ή τα απτά
στα νοητά ολοένα, και τανάπαλιν.
Με την ίδια ελευθερία που παρέχει το όνειρο να συνθέτει κομμάτια
των καθημερινών σας εντυπώσεων και παλιές, κρυφές σας επιθυμίες.
Η πόρτα τότε μπορεί ν’ ανοίξει.
Το σύννεφο να περάσει μέσα.»
Και ’γω την πόρτα που μπορεί ν’ ανοίξει σκέφτομαι.
Όχι μόνο για να μπει κάτι, όσο περισσότερο για να βγει στο φως η ίδια η ύπαρξη.
Μόνο στο φως και στον καθαρό αέρα μπορεί να ζωντανέψει
και ν’ αναγνωρίσουμε τη αληθινή μορφή της, δηλαδή την επιθυμία,
το περιεχόμενο της αυτοπραγμάτωσης,
το νόημα που ο καθένας ψάχνει στη ζωή του.
Να το δει, να το ψηλαφίσει, να το αγκαλιάσει, να προχωρήσει μαζί του
και να νιώσει την ελευθερία που αποζητά.
Αυτό είναι το «άρα» στο τελικό ζύγιασμα.
Μπορεί άραγε το σχολείο να αλλάξει για να υποστηρίξει αυτό το «άρα»;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου