Οι κινήσεις της καταρρέουσας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ
έχουν οδηγήσει την ελληνική οικονομία στην κατάρρευση.
Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση επιχειρεί τους τελευταίους μήνες να δείξει
ότι η οικονομία επανακάμπτει όλα τα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο.
Συγκεκριμένα, αυτό αποτυπώνεται σε μια σειρά από οικονομικούς δείκτες
αλλά και δείκτες οικονομικού κλίματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ
στο τρίτο τρίμηνο του 2018 η ελληνική οικονομία έτρεχε
με ένα ρυθμό ανάπτυξης 2,2% και όλα δείχνουν προς τα εκεί θα κατατείνει
και ο τελικός ρυθμός ανάπτυξης για την περασμένη χρονιά.
Οι εξαγωγές το Νοέμβριο του 2018 εμφάνιζαν αύξηση 16,3% σε σχέση
με την προηγούμενη χρονιά, ενώ τον ίδιο σε ετήσια βάση άνοδο 16,1% εμφάνιζε
και η οικοδομική δραστηριότητα ένας πολύ χαρακτηριστικός δείκτης βελτίωσης
της οικονομικής συγκυρίας.
Παράλληλα συνεχίζεται με σχετικά σταθερούς ρυθμούς η υποχώρηση της ανεργίας,
έστω και εάν η πλειοψηφία των νέων θέσεων εργασίας είναι ελαστικές
και χαμηλά αμειβόμενες.
Την ίδια στιγμή ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι το 2018
οι επενδυτικές δαπάνες στη μεταποιητική βιομηχανία αυξήθηκαν κατά 27,3%,
ενώ για το 2019 αναμένεται να αυξηθούν κατά 31,5%,
σύμφωνα με στοιχεία του ΙΟΒΕ.
Κυρίως αυτή η σημαντικά αυξημένη επένδυση αφορά την αντικατάσταση
κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και την αύξηση παραγωγικής δυναμικότητας
για ήδη παραγόμενα προϊοντα που σημαίνει ότι ένα σημαντικό μέρος
της βιομηχανία σήμερα επενδύει σε τεχνολογία
και σε καλύτερες παραγωγικές δυνατότητες.
H χώρα έχει αυξήσει την απορρόφηση ξένων άμεσων επενδύσεων,
αν και ακόμη αυτές κυρίως προκύπτουν από την εξέλιξη του προγράμματος
ιδιωτικοποιήσεων που είναι σε εξέλιξη.
Βεβαίως, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κι έχει φτάσει στα 335 δισ. ευρώ,
ωστόσο, αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εδώ και χρόνια.
Όλα αυτά παραπέμπουν σαφώς σε μια οικονομία που είναι σε τροχιά ανάκαμψης,
με τους φορείς της οικονομίας να διεκδικούν εκείνο το πολιτικό,
θεσμικό και επενδυτικό κλίμα που θα επιτρέψει μια πραγματική εκτίναξη
της οικονομικής δραστηριότητας.
Ωστόσο, ταυτόχρονα είναι και μια τροχιά ανάπτυξης που επηρεάζεται
σε σημαντικό βαθμό από τη διεθνή οικονομική συγκυρία.
Μια ματιά στην ποσοστιαία κατανομή της αύξησης των ελληνικών εξαγωγών
δείχνει ότι αυτές ακολουθούν την αυξημένη ζήτηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση
και σε γειτονικές χώρες όπως η Τουρκία
(που είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ελληνικούς εξαγωγικούς προορισμούς).
Αλλαγές στο οικονομικό κλίμα σε αυτές τις χώρες επηρεάζουν
και την ελληνική οικονομία.
Οικονομία μειωμένων προσδοκιών
Όμως, παρά τα θετικά σημάδια, εάν κανείς εξετάσει τις έρευνες
οικονομικού κλίματος, δηλαδή τις έρευνες που αποτυπώνουν το πώς
οι παράγοντες της οικονομίας αντιλαμβάνονται την κατάσταση της οικονομίας
και κάνουν τους σχεδιασμούς τους, η κατάσταση είναι διαφορετική.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ, ο γενικός δείκτης του οικονομικού κλίματος
παρέμεινε αμετάβλητος τον Δεκέμβρη.
Επιδεινώνονται οι προσδοκίες στη Βιομηχανία και τις Κατασκευές
αλλά σημειώνεται βελτίωση στο Λιανικό Εμπόριο στις Υπηρεσίες
και βεβαίως στην καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Η τελευταία σημειώνει νέα υψηλότερη επίδοση από τον Μάρτιο του 2015,
μετά από συνεχή ανοδική πορεία έξι μηνών.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή οι προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση
των νοικοκυριών παραμένουν αμετάβλητες, πράγμα που δείχνει ότι
τα νοικοκυριά ακόμη προσπαθούν να προσαρμοστούν
στο νέο οικονομικό περιβάλλον μετά το τυπικό τέλος των μνημονίων.
Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρηματικές προσδοκίες εξασθένησαν
στο δεύτερο μισό του 2018. Η σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας,
σε συνδυασμό με την άνοδο των εξαγωγών συνολικά δημιουργούν
ευνοϊκές προϋποθέσεις για τις προοπτικές του τομέα.
Το διεθνές περιβάλλον, με την αβεβαιότητα που γεννά ο εν εξελίξει
εμπορικός πόλεμος Κίνας και ΗΠΑ, συνεχίζει όμως να επηρεάζει
τις εξωστρεφείς επιχειρήσεις της εγχώριας βιομηχανίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα μέρος των μέτρων που σχεδιάζει η κυβέρνηση
όπως είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού και η υπόθεση των αναδρομικών
σε κρίσιμες κατηγορίες μισθωτών και συνταξιούχων θα ενισχύσουν
την εγχώρια ζήτηση και με αυτή την έννοια θα συμβάλουν
στην τόνωση της αναπτυξιακής δυναμικής.
Ωστόσο, ο συνδυασμός ανάμεσα στην υπερφορολόγηση
και την επιφυλακτικότητα ως αποτέλεσμα του κλίματος επισφάλειας
των περασμένων ετών, λειτουργεί ακόμη ως τροχοπέδη στα νοικοκυριά
ώστε να κάνουν μεγάλα καταναλωτικά ανοίγματα.
Παράλληλα, η ελληνική οικονομία θα επηρεαστεί αρνητικά εάν υπάρξει
υποχώρηση της καταναλωτικής ζήτησης στην ευρωπαϊκή οικονομία,
δεδομένης και της ειδικής βαρύτητας που έχουν οι ευρωπαϊκές αγορές
και για τις εξαγωγές και για τον τουρισμό.
Υποχώρηση της ζήτησης στην Ευρώπη, εάν ισχύσουν οι προβλέψεις
για οικονομική επιβράδυνση στις ευρωπαϊκές οικονομίες,
θα έχει αρνητική επίδραση και στον τουρισμό και στις εξαγωγές
και αυτό θα έχει συνολική επίπτωση στην οικονομία.
Την ίδια ώρα παραμένει ανοιχτό το πρόβλημα της αδυναμίας πρόσβασης
των επιχειρήσεων, ιδίως των μικρών και μεσαίων σε ρευστότητα,
όσο δεν επιλύεται το θέμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων
των ελληνικών τραπεζών.
Είναι σαφές ότι όσο δεν υπάρχει σχετικά ευκολότερη πρόσβαση
σε ρευστότητα οι επιχειρήσεις θα επιμείνουν σε οικονομικές επιλογές
«μειωμένων προσδοκιών» και θα αποφεύγουν τα μεγάλα ανοίγματα,
προσπαθώντας απλώς να εκμεταλλευτούν τις όποιες δυνατότητες προσφέρει
η υπάρχουσα οικονομική ανάπτυξη.
Αυτό, όμως, δεν θα μπορεί να διαμορφώσει ισχυρή αυτοτροφοδοτούμενη
οικονομική ανάπτυξη.
Ο κίνδυνος του δημοσιονομικού εκτροχιασμού
Όλα αυτά επιβαρύνονται από τη συνεχιζόμενη επιτήρηση
της ελληνικής οικονομίας.
Οι δρακόντειες μνημονιακές προβλέψεις για υπέρογκα πρωτογενή
πλεονάσματα μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την οικονομία,
όχι μόνο γιατί η επίτευξή τους απορροφά στην πραγματικότητα πόρους
από την πραγματική οικονομία, αλλά και γιατί τυχόν απόκλιση
θα οδηγήσει σε έναν ακόμη κύκλο σκληρής λιτότητας.
Αυτό είναι και το διακύβευμα και η αγωνία γύρω από τα αναδρομικά
και τις δικαστικές αποφάσεις για διάφορους κλάδους.
Από τη μια, προφανώς το να έχουν μεγαλύτερο εισόδημα μπορεί
να τονώσει τη συνολική ζήτηση.
Από την άλλη, όμως, εάν η ικανοποίηση των δικαστικών αποφάσεων
οδηγήσει σε σημαντικές αποκλίσεις και αδυναμία επίτευξης
των δημοσιονομικών στόχων τότε υπάρχει κίνδυνος να επιστρέψουμε
σε ακόμη πιο σκληρή λιτότητα ή ακόμη και σε διακύβευση
των όποιων ευνοϊκών ρυθμίσεων υπήρξαν για το χρέος.
Και κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι η βόμβα των κόκκινων δανείων είναι
ακόμη απασφαλισμένη ενώ και το ιδιωτικό χρέος,
πάνω από 240 δισεκατομμύρια ευρώ προκαλεί τρόμο.
Η πολιτική αβεβαιότητα βλάπτει την οικονομία
Όλα αυτά αποδίδουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία στην ανάγκη αντιμετώπισης
του θέματος της πολιτικής αβεβαιότητας.
Η ελληνική οικονομία χρειάζεται ισχυρή κυβέρνηση που να μπορεί να πάρει
πολιτικές αποφάσεις για θέματα όπως τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα
και να επιβάλει την ολοκλήρωση κρίσιμων θεσμικών εκσυγχρονισμών.
Η παρατεταμένη προεκλογική εκστρατεία ενέχει πάντα τον κίνδυνο
να μετατρέψει ώριμες θεσμικές τομές σε «καυτές πατάτες»
που μετατίθενται στον χρόνο.
Ταυτόχρονα, πολιτική σταθερότητα ώστε να μπορεί να προσελκύσει
σημαντικές ξένες επενδύσεις.
Γιατί είναι προφανές ότι δεν μπορούν να ξεδιπλωθούν επενδυτικά σχέδια
όσο δεν γίνεται σαφές ποια θα είναι η πολιτική κατάσταση
και το κυβερνητικό σχήμα στη χώρα.
Σε πείσμα των όσων πιστεύουμε οι επενδυτές δεν έχουν «κομματική προτίμηση».
«Κόμμα» τους είναι η πολιτική σταθερότητα και οι σαφείς κανόνες
του παιχνιδιού στην οικονομία.
Σε μια παγκόσμια οικονομία με αρκετές αβεβαιότητες και διακύβευση
του εάν θα διατηρηθεί η ίδια ζήτηση σε αγορές που μας ενδιαφέρουν,
το ζήτημα των επενδύσεων μπορεί να κάνει τη διαφορά
για την ελληνική οικονομία για να μη διακυβευτεί η τωρινή έστω και δειλή
ανάκαμψη που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πατάει πάνω σε αιματηρές θυσίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου