Ας, μην χαθεί και η Ελπίδα, από το κουτί της Πανδώρας...
Τώρα κουτί είναι ή πιθάρι δεν έχει και μεγάλη σημασία,
αφού έτσι κι αλλιώς δεν φαίνεται να έχει πάτο.
Η Πανδώρα αναφέρεται ως η πρώτη θνητή γυναίκα,
αιτία όλων των δεινών κατά τον Ησίοδο.
Η Πανδώρα σύμφωνα με το μύθο αποδέσμευσε
και σκόρπισε στην ανθρωπότητα όλα τα δεινά
και τις ασθένειες που ήταν κρυμμένες
σε ένα πιθάρι -το οποίο κατά λάθος καθιερώθηκε
να αναφέρεται ως κουτί.
Οι επωνυμίες Πανδώρα και Ανησιδώρα
(αυτή που φέρνει δώρα) αναφέρονται
και στη Δήμητρα, τη θεά της Γης, που λατρευόταν
ως Πανδώρα αφού από αυτήν τρεφόταν η ανθρωπότητα.
Σύμφωνα με την Θεογονία
και τα Έργα και Ημέραι του Ησιόδου
που συντάχθηκαν γύρω στο 750 π.Χ.
η Πανδώρα πλάστηκε από χώμα, από τον Ήφαιστο
κατά παραγγελία του Δία.
Η Αθηνά (ή ο Ερμής)
της έδωσε ζωή και οι θεοί του Ολύμπου
της προσέφεραν γενικά όλα τα χαρίσματα
και τις ικανότητες, και μαζί μια επικίνδυνη γοητεία.
Για τον Ησίοδο πάντως η Πανδώρα ήταν
το χειρότερο δώρο που μπορούσαν
να κάνουν οι θεοί στον άνθρωπο.
Στη Θεογονία αναφέρει ότι "ο ευγενής γιος
του Ιαπετού (ο Προμηθέας) έκλεψε την ιερή φωτιά
και εξοργισμένος ο Δίας έστειλε στους ανθρώπους
ένα μεγάλο κακό -το τίμημα
για το ευεργέτημα της φωτιάς.
Ζήτησε από τον Χωλό θεό (τον Ήφαιστο) να πλάσει
από τη γη μια παρθένα και η Αθηνά την έντυσε
και τη στόλισε με κοσμήματα και της έβαλε
ένα θαυμαστό πέπλο και στεφάνι στο κεφάλι καθώς
και ένα στέμμα χρυσό". Όπως περιγράφει ο Ησίοδος
ήταν χάρμα οφθαλμών και έλαμπε με μεγάλη ομορφιά
που την θαύμασαν ακόμα και οι θεοί
και που δεν μπορούσε να της αντισταθεί κανένας
θνητός, αφού μέχρι τότε
δεν υπήρχαν γυναίκες παρά μόνον άνδρες.
"Από αυτήν" γράφει ο Ησίοδος,
"κατάγονται όλες οι γυναίκες και το θηλυκό γένος.
Από αυτήν προήλθε το καταστροφικό
γένος των γυναικών που ζει μεταξύ των θνητών
ανδρών για να τους βασανίζει, σύντροφος
μόνο στα πλούτη και ποτέ στη μισητή φτώχεια.
Όλα τα όνειρα μπορεί να θρέψει η ελπίδα.
Μες την εφήμερη ζωή είναι μια ηλιαχτίδα.
Είναι σαν κείνο το κουτί που είχε η Πανδώρα
για τους ανθρώπους συμφορές, ανάθεμα την η ώρα
που άνοιξε περίεργη εκείνο το κουτάκι.
Αλλά στο βάθος έκρυβε ολόχρυσο πουλάκι.
Ναι, η ελπίδα ήτανε, τα όνειρα που θρέφει
και μες τις τόσες συμφορές είναι αυτή που γνέφει.
στον άνθρωπο, να σηκωθεί ξανά στα δυο του πόδια
να πάρει θάρρος πως μπορεί παρόλα τα εμπόδια.
Τις μάχες χάνουνε αυτοί που τις εγκαταλείπουν.
Πάν Καρτσωνάκης
Η μουσική που ακούγεται
είναι του μεγάλου Έλληνα
μουσικοσυνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου
Ζαβαρακατρανέμια.
1 σχόλιο :
πολυ ωραίο κείμενο, ποίηση όλο, τα σέβη μου
Δημοσίευση σχολίου