Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Αυτό φαντάσου μοναχά, το λεύτερο το πνεύμα!

Ο Διογένης σπούδασε κοντά στον Αντισθένη,
τον κυνικό φιλόσοφο, στην πόλη της Αθήνας.
Σ’ ένα ταξίδι δυστυχώς, για Αίγινα, τους πιάσαν,
οι πειρατές, αιχμάλωτους σα σκλάβους να πουλήσουν.

Στης Κρήτης σκλαβοπάζαρο φορώντας αλυσίδες
ο κήρυκας που ρώταγε τις «χάρες» κάθε σκλάβου
όταν κι αυτόν ερώτησε τι γνώριζε να κάνει
ποιο είχε σαν επάγγελμα, «άρχειν ανθρώπων» του ‘πε.

Αυτό φαντάσου μοναχά, το λεύτερο το πνεύμα
που μ’ αλυσίδες, σε δεσμά, «άρχειν  ανθρώπων» είπε!
                                    Πάν Καρτσωνάκης 
Ο Διογένης γεννήθηκε το 412 π.Χ. στην ιωνική πόλη Σινώπη. 
Ο πατέρας του, Ικεσίας, ήταν κατασκευαστής νομισμάτων και ο Διογένης
 έμαθε την τέχνη δίπλα του. 
Κάποια στιγμή, τον συνέλαβαν για την παραχάραξη νομισμάτων και τον εξόρισαν. 
Τότε, ο Διογένης έφυγε για την Αθήνα, το πολιτισμικό κέντρο της περιόδου.
 Τον συνόδευε ο δούλος του, Μάνης, που τον εγκατέλειψε λίγο καιρό
 μετά την άφιξή τους στην πόλη. 
Ο Διογένης δεν σκοτίστηκε καθόλου με τη φυγή του συντρόφου του. 
Λέγεται πως σχολίασε ότι, αν μπορεί να ζήσει ο Μάνης χωρίς τον Διογένη, 
γιατί όχι κι ο Διογένης χωρίς τον Μάνη; 
Ένα τέτοιο σχόλιο θα άρμοζε απόλυτα στον φιλόσοφο, που κήρυττε ότι 
η μεγαλύτερη αξία του ανθρώπου είναι η αυτάρκεια και κορόιδευε τους «κυρίους»,
 που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα χωρίς τους δούλους τους. 
Ο Διογένης στην Αθήνα Στην Αθήνα προσέγγισε τον Αντισθένη, 
τον μαθητή του Σωκράτη, που φημιζόταν για τον ασκητικό βίο του
 και τις ανορθόδοξες, κυνικές απόψεις του. 
Ο Αντισθένης έδιωχνε συνέχεια τον Διογένη από κοντά του, μέχρι που κάποια στιγμή 
τον χτύπησε και με ένα ραβδί. 
Τότε ο Διογένης του απάντησε: «Χτύπα, γιατί δε θα βρεις ξύλο τόσο σκληρό, 
ώστε να με κρατήσει μακριά σου, όσο πιστεύω ότι έχεις κάτι να πεις». 
Ο Διογένης δε σταμάτησε ούτε στιγμή να υποστηρίζει, ότι ο Αντισθένης 
ήταν ο πραγματικός διάδοχος του Σωκράτη κι όχι ο Πλάτωνας, 
τον οποίο κορόιδευε συχνά. 
Όταν ο Πλάτωνας όρισε τον άνθρωπο ως ένα «ζώον με δύο πόδια και χωρίς φτερά»,
 ο Διογένης μάδησε ένα κόκορα και του τον παρουσίασε, λέγοντας: 
«Ορίστε! Σου έφερα έναν άνθρωπο».
 Τότε, προστέθηκε στον ορισμό του ανθρώπου άλλη μία ιδιότητα: «με πλατιά νύχια». 
Λέγεται πως ο Διογένης είχε απαρνηθεί κάθε πολυτέλεια 
και ζούσε μέσα σε ένα πιθάρι, με κουρελιασμένα ρούχα. 
Με αυτό τον τρόπο ήθελε να δείξει, ότι οι χαρές της ζωής είναι αυτές 
που προσφέρει η φύση κι ότι όλες οι άλλες ανάγκες του ανθρώπου είναι τεχνητές. 
Διακήρυσσε ότι «η στάση απέναντι στην εξουσία
 πρέπει να είναι ίδια με τη στάση απέναντι στη φωτιά: 
να μη στέκεσαι ούτε πολύ κοντά, για να μην καείς, 
ούτε πολύ μακριά για να μην ξεπαγιάσεις».
Κυκλοφορούσε στην πόλη κουβαλώντας ένα φανάρι, ακόμα και τη μέρα. 
Έλεγε ότι έψαχνε να βρει ένα τίμιο άνθρωπο, 
άλλα έβρισκε μόνο κατεργάρηδες και αχρείους.
 Συμμετείχε σε σεξουαλικές πράξεις σε δημόσιους χώρους, «έκανε την ανάγκη» του
 μπροστά στον κόσμο και φρόντιζε να ισοπεδώνει 
τους «καθωσπρεπισμούς» του κόσμου, όποτε του δινόταν η ευκαιρία. 
Όταν τον ρώτησαν τι θέλει να κάνουν το σώμα του αφού πεθάνει, απάντησε ότι
 ήθελε να τον αφήσουν να τον φάνε τα άγρια θηρία.
 Έκπληκτοι, οι παρευρισκόμενοι αναρωτήθηκαν αν τον ένοιαζε που θα είχε
 ένα τόσο άδοξο τέλος. «Καθόλου», τους απάντησε, 
«Αρκεί να έχω ένα ξύλο για να διώχνω τα θηρία».
 «Πώς θα τα διώχνεις, αφού θα είσαι νεκρός;» ρώτησαν εκείνοι. 
«Αν είμαι νεκρός, γιατί να με νοιάζει τι θα συμβεί στο σώμα μου;» 
ήταν η αποστομωτική απάντηση του φιλοσόφου. 
Εξίσου ανατρεπτική ήταν και η απάντηση του στην ερώτηση για την καταγωγή του. 
«Είμαι πολίτης του κόσμου», είχε πει. 
Την εποχή που το πιο σημαντικό γνώρισμα του ανθρώπου ήταν η πατρίδα
 και οι πρόγονοί του, ο Διογένης έλεγε περήφανα ότι δεν ανήκε πουθενά,
 ότι ήταν ένας «κοσμοπολίτης». 
Πως βρέθηκε στην Κόρινθο
Ο φιλόσοφος ταξίδευε στην Αίγινα, όταν στο πλοίο επιτέθηκαν πειρατές. 
Τον πήραν αιχμάλωτο και τον πήγαν σε σκλαβοπάζαρο στην Κρήτη. 
Ο δουλέμπορος τον ρώτησε τι δουλειά ξέρει να κάνει, για να ενημερώσει τους αγοραστές
 Ο Διογένης απάντησε: «ανθρώπων άρχειν». 
Ήταν ένα λογοπαίγνιο, που θα μπορούσε να σημαίνει είτε «διοικώ τους ανθρώπους» 
είτε «διδάσκω στους ανθρώπους αρχές». 
Η ευφυΐα του δούλου εντυπωσίασε τόσο ένα απ’ τους πελάτες, τον Ξενιάδη,
 που τον αγόρασε αμέσως και τον έκανε δάσκαλο των παιδιών του.
 Όσο ο Διογένης ήταν στην Κόρινθο, θέλησε να τον γνωρίσει ο Μέγας Αλέξανδρος.
 Όταν συναντήθηκαν, ο Αλέξανδρος, ο ηγέτης όλων σχεδόν των Ελλήνων,
μετά από μια συζήτηση για το πως έπρεπε να συμπεριφέρεται ένας καλό ηγεμόνας
(ο Διογένης εθεωρείτο, σύμφωνα με κάποιους, γνώστης της Κυβερνητικής τέχνης 
γι αυτό και το "άρχειν ανθρώπων" δεν ήταν καθόλου μάλλον τυχαίο), 
τον ρώτησε ποια χάρη ήθελε να του κάνει. 

Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε ένα εκπαιδευτή, 
τον Λεωνίδα, που ήταν μυημένος στην κυνική
 φιλοσοφία. Γνώστης της κυνικής φιλοσοφίας 
ο Αλέξανδρος γνώριζε για τον Διογένη, 
για τα διδάγματά του, το ύφος και το πνεύμα του.
 Έτσι όταν ο Αλέξανδρος ήταν στην Κόρινθο, 
ήθελε να τον γνωρίσει και έστειλε ένα υπασπιστή του 
να βρει τον Διογένη και να του τον παρουσιάσει. 
Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε:
 “Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει”. 
Ο Διογένης απάντησε “Εγώ δεν θέλω να τον δω.
 Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει”. 
Πράγματι, ο Αλέξανδρος πήγε να δει τον Διογένη.
Ο Αλέξανδρος πλησιάζει το φιλόσοφο και του λέει:
“Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος”. Ο Διογένης ατάραχος 
απαντά “Και ‘γώ είμαι ο Διογένης ο Κύων”.
 Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και τον ρωτάει:
 “Δε με φοβάσαι;” Ο Διογένης απαντάει:
“Και τι είσαι; Καλό ή κακό;”. 
Ο Αλέξανδρος μένει σκεπτικός. 
Δεν μπορεί ένας βασιλιάς να πει ότι είναι κακό,
 και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; 
Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ερωτά εκ νέου:
 “Τι χάρη θες να σου κάνω;” Και ο Διογένης ξανά 
με λογοπαίγνιο απαντά: “Αποσκότισόν με”. 
Βγάλε με δηλαδή από το σκότος, την άγνοια 
και δείξε μου την αλήθεια. 
Το λογοπαίγνιο του Διογένη,  μπορεί και να εννοηθεί 
έως: Μη μου κρύβεις τον ήλιο”, καθώς οι κυνικοί πίστευαν 
πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη λιτότητα, 
στη ζεστασιά του ήλιου και δεν ζητεί τίποτα 
από τα υλικά πλούτη. 
Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος είπε το περίφημο:
 “Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, 
θα ήθελα να ήμουν Διογένης”.

Ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Διογένης 
είχαν μια μακρά συζήτηση με μεγάλη σημασία 
που σώθηκε από τον Δίονα τον Πλουσαραίο.
 Σε αυτή ο Διογένης εξηγεί στον Αλέξανδρο 
πότε ένας βασιλέας είναι ωφέλιμος. 
Ο Διογένης αποδίδει την ωφελιμότητα ενός βασιλιά 
στο εάν είναι ωφέλιμος στο λαό. 
Για να δώσει ένταση σε αυτόν τον ισχυρισμό του λέει: 
“Εάν κατακτήσεις όλη την Ευρώπη 
και δεν ωφελήσεις τον λαό, τότε δεν είσαι ωφέλιμος.
 Εάν κατακτήσεις όλη την Αφρική και την Ασία 
και δεν ωφελήσεις τον λαό, πάλι δεν είσαι ωφέλιμος. 
Ακόμα και εάν περάσεις τις στήλες του Ηρακλέους
 και διανύσεις όλο τον ωκεανό και κατακτήσεις 
αυτή την ήπειρο που είναι μεγαλύτερη της Ασίας 
και δεν ωφελήσεις τον λαό, πάλι δεν είσαι ωφέλιμος
 γιατί δεν ωφελείς το σύνολο”.

Ο Διογένης έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά
 και ηθικά προβλήματα. 
Η διδασκαλία του ήταν ουσιαστικά 
επαναστατική και ανατρεπτική για την τάξη 
που επικρατούσε τότε.
 Προσπάθησε με τα επιχειρήματα του να αλλάξει
 την ανθρώπινη κοινωνία που είχε διαφθαρεί. 
Αυτό κατά τη γνώμη του θα γινόταν δυνατό 
αν ο άνθρωπος επέστρεφε στη φύση. 
Πίστευε, δηλαδή, πως η ευτυχία του ανθρώπου
 βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο
 με την αυτάρκεια, τη λιτότητα, την αυτογνωσία 
και την άσκηση μπορεί να την εξασφαλίσει. 
Ο Διογένης Λαέρτιος παραθέτει 
μεγάλο κατάλογο από έργα του Διογένη
 του Κυνός, από τα οποία σώζονται αρκετά, 
δυστυχώς όχι στην ελληνική.

Για το θάνατο του Διογένη υπάρχουν διάφορες πληροφορίες. 
Οι ιστορικοί, όμως, δεν είναι βέβαιοι ούτε για το χρόνο 
ούτε για τον τρόπο του θανάτου του. 
Πιστεύεται ότι ο Διογένης πέθανε 323 π.Χ στην Κόρινθο πολύ γέρος 
και κατά την παράδοση την ίδια μέρα που πέθανε στη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος.
 Οι Κορίνθιοι του έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία και στον τάφο του
 έστησαν μαρμάρινο κίονα, πάνω στον οποίο έστεκε καμαρωτός ένας σκύλος
 από μάρμαρο της Πάρου (κύνα). 
Λέγεται ότι είχε προκύψει διαμάχη μεταξύ των μαθητών του 
για το ποιος θα τον θάψει. 
Τελικά, με εισήγηση ανδρών επιρροής, 
θάφτηκε από τους γιους του Ξενιάδη. 
Στη συνέχεια συμπατριώτες του από τη Σινώπη
 τον τίμησαν με ορειχάλκινα αγάλματα, 
κοντά στη γιγαντιαία κολόνα με το σκύλο, 
πάνω στα οποία χάραξαν την ακόλουθη επιγραφή:
 «Ο χρόνος κάνει ακόμη και το χαλκό να παλιώνει· 
αλλά τη δόξα σου, ω Διογένη,
 η αιωνιότητα ποτέ δεν θα καταστρέψει.
 Διότι εσύ μόνος δίδαξες στους θνητούς
 το μάθημα της αυτάρκειας
 και το πιο ενάρετο μονοπάτι της ζωής». 

Δεν υπάρχουν σχόλια :