Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

"Νιώθω σαν να ζήσαμε μια ανώμαλη προσγείωση, αλλά και το οριστικό τέλος των ψευδαισθήσεων."

Ν. Πορτοκάλογλου: «Αυτό δεν ήταν κυβέρνηση, 
αλλά η φωλιά του κούκου».
«Ευτυχώς ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης έφυγε νωρίς
 και δεν είδε αυτήν την παρωδία της Αριστεράς που ζήσαμε».

Αφορμή για το «γεύμα» με τον Νίκο Πορτοκάλογλου, στάθηκε η συναυλία του
 στον κήπο του Μεγάρου Μουσικής με τίτλο «Ταξίδι στο κέντρο της πόλης». 
Και θα είναι η αποχαιρετιστήρια με τις «Φτερωτές Κιθάρες» του, καθώς ήδη 
ετοιμάζεται για ένα νέο μουσικό ταξίδι.

Ομολογώ ότι εκμεταλλεύθηκα τη φιλία μας για να διεκδικήσω την πρώτη του 
συνέντευξη μετά την κριτική που δέχθηκε για τον στίχο «νικητές και νικημένοι
 όλοι χάσαμε μαζί» στο νέο του τραγούδι. Τι το ’θελα όμως;
 Συνειδητοποίησα πόσο μάταιο είναι να προσπαθείς να χωρέσεις σε μια σελίδα
 μια φιλική κουβέντα που έμελλε να κρατήσει ένα ολόκληρο απόγευμα
 και από την πολιτική και την Αριστερά έφτασε μέχρι τη Σμύρνη 
και τους οικογενειακούς ψυχιάτρους!

«Σου έχει ξανατύχει προεκλογική συναυλία;» ρώτησα για αρχή.
 «Οχι, και ανησυχώ μήπως θα συμβαίνει συχνά στο εξής» απάντησε γελώντας
και αμέσως τον προκάλεσα για μια αποτίμηση της χρονιάς που φεύγει.

«Νιώθω σαν να ζήσαμε μια ανώμαλη προσγείωση, αλλά και το οριστικό τέλος 
των ψευδαισθήσεων. Την τελευταία πενταετία είδαμε τρεις φορές το ίδιο έργο 
σε μια απέλπιδα προσπάθεια να απαρνηθούμε την πραγματικότητα της χρεοκοπίας. 
Το πρώτο ήταν το “λεφτά υπάρχουν”, το δεύτερο “τα Ζάππεια” και το τρίτο
 “τα νταούλια κι οι ζουρνάδες”. Το φινάλε κάθε έργου ήταν από ένα Μνημόνιο.
 Γι’ αυτό θέλω να είμαι αισιόδοξος ότι το παραμύθι “να τα παίρνουμε 
από τους κουτόφραγκους, αλλά να μην τους δίνουμε λογαριασμό, 
γιατί εμείς είμαστε και περήφανοι και λεβέντες", έλαβε τέλος».

«Αισιόδοξο σε βρίσκω», τον διακόπτω. «Στα όρια της κατάθλιψης είμαι.
 Ισως γι’ αυτό το αισιόδοξο κομμάτι του εαυτού μου θέλει να ελπίζει ότι ζούμε
 επιτέλους την αρχή της ενηλικίωσής μας. Οτι καταλάβαμε, δηλαδή,
πως το κοινό λάθος και στα τρία έργα της Ν.Δ., του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ 
ήταν ότι υπήρχε απόλυτη συναίνεση να μην πειραχθεί η ιερή αγελάδα του Δημοσίου. 
Και το έκαναν σε βάρος του μόνου υγιούς τμήματος της κοινωνίας που δουλεύει, 
ρισκάρει, ιδρώνει και αξιολογείται και εντέλει κράτησε όρθια τη χώρα
 πληρώνοντας άδικους και δυσβάσταχτους φόρους».

– Από τις εκλογές ποιο θα ήταν το ιδανικό αποτέλεσμα;

– Ένα πλειοψηφικό ευρωπαϊκό μέτωπο ανεξαρτήτως των κομμάτων
 που θα το συγκροτήσουν. Διότι είναι φανερό πια ότι σε όλα τα κόμματα υπάρχουν
 ρεαλιστές και λαϊκιστές. Το ιδανικό, λοιπόν, θα ήταν ένα μέτωπο των ρεαλιστών
 Ευρωπαίων που θα απομονώσουν τους θαυμαστές των δικτατόρων.
 Διότι, αν το σκεφτείς, αυτό ζήσαμε στην τελευταία Bουλή. 
Τον τόνο έδωσαν θαυμαστές του Χίτλερ, του Στάλιν και του Μάο. 
Είμαστε η μόνη χώρα που οι ναζιστές αποκαλούνται πατριώτες
και οι σταλινικοί προοδευτικοί.

Η κουβέντα οδηγήθηκε μόνη της στην Αριστερά. 
«Ηταν κωμικοτραγωδία όσα ζήσαμε.
 Κι αυτό που μου προκαλεί τη μεγαλύτερη θλίψη ή ακόμη και θυμό είναι
 η μισαλλοδοξία, ο διχασμός και το μίσος που καλλιεργήθηκαν. 
Διαλύθηκαν φιλίες, ακόμη και οικογένειες. Μια κοινωνία έφτασε στο σημείο 
είτε να αλληλοϋβρίζεται στο facebook, είτε να συνδιαλέγεται μόνον 
με αβγά και ντομάτες. Κι εκτός από την οικονομία, φάνηκε και η χρεοκοπία 
της Παιδείας μας. Η έλλειψη οποιασδήποτε εκπαίδευσης στον διάλογο 
και τη συνεργασία. Στη σύνθεση των διαφορετικών απόψεων για έναν κοινό στόχο. 
Προσωπικά βίωσα μια μορφή αυταρχισμού που μου θύμισε την πρώτη φάση 
της μεταπολίτευσης, όταν στα 18 μου επέλεξα να μην ενταχθώ σε καμία πολιτική
οργάνωση. Με αποτέλεσμα να θεωρούμαι ο απολιτίκ της παρέας
και να με νουθετούν όλοι να βρω τον ίσιο δρόμο. 

Ε, λοιπόν, κάπως έτσι ένιωσα ξανά. Σαν να μου έλεγαν οι αριστεροί φίλοι μου 
ότι “εσύ που διαφωνείς μαζί μας, δεν είσαι απλώς κάποιος που βλέπει αλλιώς 
τα πράγματα. Αμφισβητούμε τις προθέσεις σου, το ήθος σου, την εξυπνάδα
 ακόμη και τον πατριωτισμό σου". Ζήσαμε μια αυταρχική, αλλά και
 καφενειακή Αριστερά που ουδεμία σχέση είχε με την προδιδακτορική Αριστερά, 
με την εξορία και τους αγώνες της. Και ειλικρινά το τελευταίο που περίμενα 
είναι να ξαναζήσουμε το 2015, φοιτητικούς τσακωμούς του 1975 για το ποιος
 είναι πιο αριστερός. Και αυτήν τη φορά όχι στο καφενείο, αλλά στην κυβέρνηση.
 Μοιάζει να είναι η τελευταία μας ευκαιρία και ελπίζω να την αξιοποιήσουμε. 
Το παραμύθι με την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο, μάς τελείωσε.

Δύο ψευτοδιλήμματα και ένα στοίχημα

Καθώς πάντα διαισθανόμουν ότι το στοίχημά του ήταν να μπλέκει την ελληνική 
μουσική με δυτικά ακούσματα, ρώτησα μήπως τελικά οι Ελληνες είμαστε περισσότερο Ανατολίτες παρά Ευρωπαίοι. Και ομολογώ αιφνιδιάστηκα από τον χείμαρρο
 που ακολούθησε: «Με πονά όταν βλέπω ένα αντιευρωπαϊκό ρεύμα στα νέα παιδιά. 
Τα έχουν ποτίσει με ένα ψευτοδίλημμα. Εμείς από τη μια, οι Ευρωπαίοι απέναντι.
 Προφανώς δεν είμαστε ίδιοι με τους Γερμανούς. 
Αλλά είναι ίδιοι οι Ιταλοί με τους Εγγλέζους; Οι Πορτογάλοι με τους Φινλανδούς; 
Αν κάτι μας συνδέει είναι κάποιοι κανόνες. Ας τους τηρήσουμε λοιπόν,
 κι ας ξαναβρούμε τη δική μας ταυτότητα, συμφωνώντας στα αυτονόητα. 
Ουδείς αρνείται ότι η Ευρώπη έχει προβλήματα. Το κοινωνικό κράτος πριονίζεται.
Αλλά είναι από τα ελάχιστα μέρη στον πλανήτη που υπάρχει Δημοκρατία,
 ελευθερία λόγου και Τύπου, δωρεάν παιδεία και υγεία, επιδόματα ανεργίας. 

Δες τι συμβαίνει γύρω μας. Πόλεμος, φωτιά και μεσαίωνας. 
Το να σου βρωμάει, λοιπόν, η Ευρώπη και να προτιμάς Μαδούρο και Πούτιν 
είναι απλώς τρέλα ή τεράστια υποκρισία. Είναι σαν να σε φιλοξενούν 
σε μια έπαυλη και επειδή δεν σου αρέσουν οι κουρτίνες ή τα φωτιστικά
να απειλείς ότι θα μείνεις στο κοτέτσι».
 Επιμένω. 
«Μήπως τελικά οι Ελληναράδες είμαστε περισσότερο Ανατολίτες»;
«Είναι σαν να με ρωτάς αν πρέπει να μείνουμε μόνο με τα τσαρούχια 
και τα τσάμικα για να μην γίνουμε γερμανικά ρομποτάκια. 
Είναι ανύπαρκτο και βλακώδες το δίλημμα. Ο συνδυασμός Ανατολής και Δύσης, 
παλιού και νέου, πειθαρχίας και τρέλας, όχι απλώς υπήρχε πάντα στη χώρα μας, 
αλλά έχουμε αποδείξει ότι παράγει αριστουργήματα. Θα σου πω κάτι πιο προσωπικό.

Με τις πρόσφατες διασκευές παλιών τραγουδιών ξανανακάλυψα τα σμυρναίικα. 
Θυμήθηκα ιστορίες της Σμυρνιάς γιαγιάς μου και συνειδητοποίησα 
τον κοσμοπολιτισμό αυτής της πόλης. Ηταν μια μικρή Νέα Υόρκη στο Αιγαίο 
με όλες τις εθνότητες και τις θρησκείες να ζουν αρμονικά. 
Τη σύνθεση ανατολής και δύσης την είχαν στη μουσική τους γιατί απλούστατα 
η βίωναν στην καθημερινότητά τους. Στην Οπερα έπαιζε η Σκάλα του Μιλάνου
 και δίπλα ακριβώς ήταν το καφέ Αμάν. Στην Εστουδιαντίνα συνυπήρχαν
 με απόλυτη φυσικότητα από σάζια και ούτια μέχρι κλαρινέτα και τσέλα. 
Επομένως δεν υπάρχει ερώτημα για το τι είμαστε οι Ελληνες.
 Και Ευρωπαίοι είμαστε και ανατολίτες κι ο συνδυασμός αυτός είναι 
ένας σπάνιος πλούτος που εκτός τους Σμυρνιούς τον ύμνησαν αργότερα ο Σεφέρης, 
ο Τσαρούχης, ο Χατζιδάκις, ο Σαββόπουλος και τόσοι άλλοι.
Ιδού λοιπόν το στοίχημα για τους πολιτικούς. Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουν 
ότι το ζητούμενο είναι να αντιγράψουμε από τους Ευρωπαίους
ένα λειτουργικό κράτος, θεσμούς και νόμους κρατώντας όμως 
την ιδιαίτερη ταυτότητά μας, το πρόσωπό μας. 
Δύσκολο θα μου πεις. Ε, καιρός δεν είναι κάνουμε και κάτι δύσκολο;».

Η δικαίωση της πέτρας του σκανδάλου 
και το εργόχειρο της γιαγιάς

Η κουβέντα πήγε στο νέο του τραγούδι «Θα περάσει κι αυτό» που έγινε αφορμή 
να δεχθεί άδικη κριτική ακόμη κι από συναδέλφους του. 
«Στεναχωρέθηκες;» ρώτησα. «Στην αρχή ναι, ζορίστηκα.
 Και η ειρωνεία είναι ότι ο στίχος που αποτέλεσε την πέτρα του σκανδάλου, 
το “νικητές και νικημένοι όλοι χάσαμε μαζί" που κάποιοι καλοθελητές 
ταύτισαν με το “όλοι μαζί τα φάγαμε", είναι αυτός που δικαιώθηκε περίτρανα 
με το γελοίο δημοψήφισμα. Ένιωσα σαν η Αριστερά να μου την είχε φυλαγμένη
 επειδή μίλησα για την κρίση ήδη από το ’11 χωρίς να συμμορφωθώ
 προς τας υποδείξεις της. Αλλά είμαι υπερήφανος που δεν υπέπεσα στον πειρασμό 
του λαϊκισμού. Τον απεχθάνομαι, όπως και την κολακεία των χειρότερων ενστίκτων, 
στην οποία επιδόθηκαν, όχι μόνο δημοσιογράφοι και πολιτικοί, αλλά
 δυστυχώς και πολλοί καλλιτέχνες με κηρύγματα χυδαίας 
κομματικής προπαγάνδας, μίσους και διχόνοιας.

«Αλήθεια το "θα περάσει και αυτό" πώς προέκυψε»; 
«Η γιαγιά μου είχε ένα εργόχειρο πάνω απ’ το κρεβάτι της
 που είχε κεντημένη τη φράση. Την είχα σημειώσει κι όταν την είδα,
 μου βγήκε αυθόρμητα το τραγούδι σαν μια γλυκιά και παρήγορη κουβέντα 
για το δηλητήριο που ζούσαμε. Πρόσθεσα, βέβαια, κι έναν σαρκασμό. 
“Θα περάσει κι αυτό, αλλά στο μεσοδιάστημα, θα περάσει η ζωή,
 θα περάσεις κι εσύ, θα περάσω κι εγώ".

Είπα, δηλαδή, ότι θα πεθάνουμε μέχρι να περάσει όλο αυτό, οπότε 
ας μονοιάσουμε επιτέλους, να το αντιμετωπίσουμε μαζί. 
Αυτό είναι το νόημα, κι όποιος το διαστρέβλωσε ήταν προφανώς κακόπιστος».

«Συχνά στα τραγούδια σου, υπάρχει η λέξη "πατρίδα"» παρατήρησα.
 «Μου βγαίνει πηγαία γιατί πάντα ακολουθούσα την καρδιά μου. 
Οταν ξεκινούσα με τους "Φατμέ" όλοι οι ροκάδες θεωρούσαν ότι
 τα τραγούδια τους πρέπει να είναι καταγγελτικά στο σύστημα. 
Το έβρισκα φοβερά βαρετό όλο αυτό. Εμένα με ενδιέφερε να γράψω 
για τις παρέες μου, τους έρωτές μας, τη γενιά μου, τη γειτονιά μου, τη χώρα μου. 
Από πιτσιρικάς αισθανόμουν ότι οποιαδήποτε ιδεολογία ήταν εχθρός της ζωής, 
της τέχνης, του έρωτα. Ενας προκρούστης που ακρωτηριάζει ό,τι
 δεν ταιριάζει στο δόγμα σου. Το τραγούδι θέλει ελευθερία, μια αλητεία, 
την επαφή με το συναίσθημα. Και καθώς η πατρίδα ήταν πάντα απαγορευμένη
 λέξη για τους ροκάδες, ίσως με εξιτάριζε τελικά να τη χρησιμοποιώ. 
Αλλά δεν θα μιλήσουμε καθόλου για μουσική;» με αιφνιδιάζει.

«Νομίζω τα έχεις πει όλα, αλλά θα μπω στον πειρασμό: Γιατί οι νέοι προτιμούν 
τον αγγλικό στίχο»; «Οντως. Σήμερα βρίσκεις εξαιρετικά ταλέντα στη μουσική, 
αλλά σπάνια καλούς στιχουργούς. Συχνά αναρωτιέμαι γιατί οι νέοι δεν διηγούνται 
τις ιστορίες τους στα ελληνικά. Αν προτιμούν τα αγγλικά γιατί προσβλέπουν 
σε διεθνή καριέρα, πάω πάσο. Αλλά το να βγαίνεις σε ένα κλαμπ στο Παγκράτι
 και να τραγουδάς στους φίλους σου στα αγγλικά μου φαίνεται αστείο. 
Ας μη φοβούνται. 
Κάθε γενιά έχει τις ιστορίες της κι είναι κρίμα να μη γίνονται τραγούδια».

Ξαφνικά μπήκε στο στούντιο η Μαρίνα. «Δεν θα φάτε κάτι;
 Γεύμα δεν λέγεται η συνέντευξη;». Βρήκα την ευκαιρία: «Αλήθεια πώς 
τα καταφέρατε να είστε 32 χρόνια μαζί;». Χαμογέλασε.
 «Δεν είμαι με την ίδια Μαρίνα, ούτε εκείνη με τον ίδιο Νίκο.
 Εχουμε "παντρευτεί" τρεις φορές. Ο πρώτος στα 25, βιαστικός κι ενθουσιώδης. 
Ο δεύτερος στα 35, αφού χωρίσαμε. Και ο τρίτος κοντά στα 50.
 Κάθε φορά είχαμε φτάσει στα όριά μας, είχαμε διαψευσθεί, απομυθοποιηθεί,
 γενικώς διαλυθεί. Και ξεκινούσαμε από το μηδέν. Με νέο χτίσιμο εμπιστοσύνης, 
αργό και βασανιστικό. Ξέρεις, όταν βρίσκομαι σε σκοτεινές φάσεις 
και αναρωτιέμαι, π.χ., γιατί παντρεύτηκα, μια ζοφερή φράση 
του Κίργκεργκαρντ μού φτιάχνει παραδόξως τη διάθεση. 
“Είτε παντρευτείς, είτε δεν παντρευτείς, θα το μετανιώσεις"». 
«Αλλάζουν οι άνθρωποι;» ρωτώ. «Ναι πάντα το πίστευα. 
Αλλάζεις αν θέλεις να μάθεις νέα πράγματα, να προχωρήσεις. 
Και αυτό που γίνεσαι οι άλλοι το ονομάζουν ωριμότητα».
 «Αρα υπάρχει συνταγή να κρατηθεί μια σχέση ζωντανή» ξαναδιακόπτω.
 «Εντάξει τον πρώτο καιρό τα ξέρουμε. Είναι όλα τέλεια.
 Μετά αρχίζει και ξεφουσκώνει και διαπιστώνεις με μεγάλη δυσαρέσκεια ότι 
πρέπει να προσπαθήσεις και λίγο. Αρχίζει το παιχνίδι "όχι εγώ, εσύ. 
Εσύ να αλλάξεις για να ξαναγίνουμε όπως πριν". 

Το πρόβλημα είναι ότι κι ο άλλος σκέφτεται και λέει ακριβώς τα ίδια. 
Το σπάσιμο του φαύλου κύκλου είναι απλά να αγοράσεις ένα λουλούδι εκεί 
που δεν το περιμένει ή να βγεις από τον αυτιστικό σου εαυτό και να δεις 
σε μια στιγμή ότι π.χ. χρειάζεται βοήθεια και να της τη δώσεις. 
Τόσο απλές κινήσεις μπορούν να ξεμπλοκάρουν το πρόβλημα με μαγικό τρόπο. 
Αλλά σου μοιάζει αδύνατον να τις κάνεις εκείνη τη στιγμή». 
«Και πώς το κατάλαβες»; ήταν η τελευταία μου ερώτηση. 
«Δεν μπορείς να τα καταλάβεις όλα μόνος. Χρειάζεται βοήθεια. 
Εμείς ζητήσαμε κάποτε. Οταν ξεφούσκωσε το μπαλόνι του ενθουσιασμού
 και νιώθαμε σε απόλυτο αδιέξοδο. Ετοιμαζόμουν να μετακομίσω, 
η Μαρίνα μου είπε για κάποιον "ειδικό" που βοηθά ζευγάρια και πήγαμε.
 Η πρώτη συνάντηση κράτησε σχεδόν δύο χρόνια. Καταλάβαμε ότι είχαμε
 χαθεί σαν παιδάκια στο δάσος και κάποιος τους έδειξε ένα ξέφωτο.
 Τίποτα, όμως, δεν θα άλλαζε χωρίς το πρώτο βήμα που είναι να αναγνωρίσεις
 το πρόβλημα και την ανάγκη σου να ξαναβρείς τον δρόμο. 
Αυτό δηλαδή που εύχομαι να κάνει σήμερα και η χώρα...».

Η συνάντηση

Το «γεύμα» δεν μπήκε τυχαία εντός εισαγωγικών στον πρόλογο. 
«Δεν έρχεσαι από το σπίτι να ακούσεις και μερικά νέα τραγούδια» μου πρότεινε. 
Άλλο που δεν ήθελα. «Θα πούμε ψέματα ότι φάγαμε "Στης Μαρίνας"»
 είπε ο Νίκος για να την πειράξει που, αν και εξαιρετική μαγείρισσα, 
δεν είχε κάτι έτοιμο. «Δεν με είχατε ενημερώσει, να πάρετε πίτσα»
 ακούστηκε η φωνή της από το διπλανό δωμάτιο. Δεν είχαμε άλλη επιλογή. 
Φάγαμε μια μεγάλη, χορταστική Dominos με έξτρα τυρί και φρέσκια ντομάτα
(όπως υπόσχεται ο κατάλογος) και ήπιαμε τέσσερις κόκα κόλες λάιτ. 
Ολα μαζί 13 ευρώ. «Οι λάιτ σας μάραναν» μας είπε η Μαρίνα...

Oι σταθμοί του
1957
Γεννιέται στον Βόλο από πατέρα Σμυρνιό και μητέρα Βολιώτισσα.
1975
Τελειώνει το Δημόσιο Νέας Σμύρνης, αλλά αποτυγχάνει να μπει 
στην Αρχιτεκτονική.
1980
Δημιουργεί τους «Φατμέ» με συμμαθητές του και το ’81 κυκλοφορεί
 ο πρώτος δίσκος τους με παραγωγό τον Τάσο Φαληρέα.
1990
Επειτα από πέντε επιτυχημένους δίσκους και μια ιστορική συναυλία
 στον Λυκαβηττό, οι «Φατμέ» διαλύονται και αρχίζει η μοναχική διαδρομή.
 «Φωνές», «Σήκω ψυχή μου σήκω χόρεψε», «Τα καράβια μου καίω».
1996
Στη συλλογή του «Ασωτος υιός» διασκευάζονται τα τραγούδια του 
από γνωστές φωνές του ελληνικού τραγουδιού και το 1997 γράφει τη μουσική
 για το «Βαλκανιζατέρ» του Σωτ. Γκορίτσα.
1999-2001
Δύο από τις πιο εμβληματικές δουλειές του. «Παιχνίδια με τον διάβολο» 
και «Μπραζιλέρο» (ταινία του Γκορίτσα) 
που ανέδειξε το τραγούδι-ύμνο «Θάλασσά μου σκοτεινή».
2006-15
Επιλέγει κυρίως τις συναυλίες ανά την Ελλάδα με κορυφαίες στον Λυκαβηττό 
και στο Ηρώδειο, στις οποίες παίζει και τις νέες του δουλειές «Δίψα»,
 «Ενα βήμα πιο κοντά», «Στροφή» και «Ισως».

Δεν υπάρχουν σχόλια :