Και να που φτάσαμε εδώ
χωρίς αποσκευές
μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα.
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…
Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα.
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται.
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα.
Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ’ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες.
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο.
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι, που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…
Όσο για μένα, έμεινα πάντα ένας πλανόδιος πωλητής
αλλοτινών πραγμάτων, αλλά… αλλά ποιος σήμερα
ν’ αγοράσει ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς.
Αλλά μια μέρα δεν άντεξα.
Εμένα με γνωρίζετε, τους λέω.
Όχι, μου λένε.
Έτσι πήρα την εκδίκησή μου
και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους.
Κι ύστερα στο νοσοκομείο που με πήγαν βιαστικά…
Τι έχετε, μου λένε.
Εγώ; Εγώ τίποτα, τους λέω.
Μόνο πέστε μου γιατί μας μεταχειρίστηκαν,
μ’ αυτόν τον τρόπο.
Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι.
Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,
αλλά εκείνη αρνείται.
Κύριε, αμάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ
(…) Έτσι ξέχασα να ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ’ ένα μυστικό που το ’χα μάθει από παιδί,
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο, αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε.
Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν τα όνειρα στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους.
Ζήσαμε πάντοτε αλλού.
Και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει, ερχόμαστε για λίγο
κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…
Δωσ’ μου το χέρι σου…
Δωσ’ μου το χ’ερι σου…
Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στις 20 του Απρίλη 1922
κι έφυγε από τη ζωή στις 30 του Οκτώβρη 1988.
Για τα πολιτικά του φρονήματα και την αντιστασιακή του δράση
εξορίστηκε από 1948 έως το 1952 σε Μούδρο (Λήμνος),
Αη Στράτη και Μακρόνησο.
Το 1955 δικάστηκε με αφορμή την ποιητική συλλογή του
«Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» και αθωώθηκε πανηγυρικά.
Κατά τη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών έμεινε άνεργος
και ασχολήθηκε για βιοποριστικούς λόγους με μεταφράσεις
και διασκευές λογοτεχνικών έργων σε διάφορα περιοδικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου