“Θάλασσα πλατιά”
Θάλασσα πλατιά
σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις
θάλασσα βαθιά
μια στιγμή δεν ησυχάζεις
λες κι έχεις καρδιά
την καρδιά μου τη μικρούλα τη φτωχιά
Όνειρα τρελά
που πετούν στο κύμα πάνω
φτάνουν στην καρδιά
και τα νιάτα μας ξυπνάνε
όνειρα τρελά
και οι πόθοι φτερουγίζουν σαν πουλιά
Έχω έναν καημό
που με τρώει γλυκά και με λιώνει
έχω ένα καημό
θα ‘ρθω να στον πω
αδερφή μου εσύ θάλασσα που σ’ αγαπώ.
Κύματα πουλιά
στα ταξίδια σας που πάτε
τα αλαργινά
την κρυφή μου λύπη πάρτε
κι από ‘κει μακριά
να μου φέρετε κι εμένα τη χαρά.
Γιώργος Ρούσσος
Ανδρέας Καρκαβίτσας
“Η Θάλασσα”
(Διήγημα από τα “Λόγια της Πλώρης”)
Αγαπημένο απόσπασμα:
Ο πατέρας μου – μύρο το κύμα που τον τύλιξε – δεν είχε σκοπό
να με κάμει ναυτικό.
– Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ’ τ’ άτιμο στοιχειό!
Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος.
Λάτρεψέ την όσο θες,
δόξασε την· εκείνη το σκοπό της.
Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς.
Αργά γρήγορα θα σου σκάψει το λάκκο ή θα σε ρίξει πετσί και κόκαλο,
άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.
Και τα έλεγε αυτά άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι,
που ο πατέρας, ο πάππος, ο πρόπαππος, όλοι ως τη ρίζα της γενιάς
ξεψύχησαν στο παλαμάρι. Μα δεν τα έλεγε μόνον αυτός,
αλλά κι οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των άρμενων τώρα,
και οι νιότεροι, που είχαν ακόμη τους κάλλους στα χέρια, όταν κάθιζαν
στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ, κουνούσαν το κεφάλι
και στενάζοντας έλεγαν:
– Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί.
Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.
Η αλήθεια είναι πως πολλοί τους όχι κλήμα, άλλα νησί ολάκερο
μπορούσαν ν’ αποχτήσουν με τα χρήματα τους.
Μα όλα τα έριχναν στη θάλασσα.
Παράβγαιναν ποιος να χτίσει μεγαλύτερο καράβι, ποιος να πρωτογίνει
καπετάνιος. Και γω που άκουα συχνά τα λόγια τους και τα έβλεπα
τόσο ασύμφωνα με τα έργα τους δε μπορούσα να λύσω το μυστήριο.
Κάτι, έλεγα, θεϊκό ερχόταν κι έσερνε όλες εκείνες τις ψυχές
και τις γκρέμιζε άβουλες στα πέλαγα,
όπως ο τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα.
Αλλά το ίδιο κάτι μ’ έσπρωχνε και μένα εκεί.
Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα.
Τα πρώτα βήματα μου να ειπείς, στο νερό τα έκαμα.
Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ’ ένα ξυλάκι ορθό
στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια, ένα φύλλο χαρτί
για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου
που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο.
Πήγα και το έριξα στη θάλασσα με καρδιοχτύπι.
Αν θέλεις, ήμουν και γω εκεί μέσα.
Μόλις όμως το απίθωσα, και βούλιαξε στον πάτο.
Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλύτερο από σανίδια.
Ο ταρσανάς για τούτο ήταν στο λιμανάκι του Αϊ-Νικόλα.
Το έριξα στη θάλασσα και τ’ ακολούθησα κολυμπώντας
ως την εμπατή του λιμανιού που το πήρε το ρέμα μακριά.
Αργότερα έγινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος,
τα λέπια μου έλειπαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου