Από τη γεωλογική εξέταση της νήσου φέρεται να δημιουργήθηκε
είτε από κάποια ηφαιστειακή δραστηριότητα όπου και αναδύθηκε στην επιφάνεια,
είτε αυτή να αποκαλύφθηκε μετά την υποχώρηση της επιφάνειας των υδάτων
που προηγουμένως είχαν κατακλύσει την ευρύτερη περιοχή.
Λαμβάνοντας δε υπόψη το πολύ χαμηλό μέσο υψόμετρο της νήσου θεωρείται
μία από τις τελευταίες παρόμοιες γεωλογικά δημιουργίες στον αιγαιακό χώρο.
Το δε από τους μυθικούς χρόνους όνομα της νήσου ετυμολογείται
εκ του αρχαίου ελληνικού ρήματος «δηλόω» που σημαίνει καταφανής,
φανερός, ή φανερωμένος -η, και κατ' επέκταση διαυγής, λάμπων - λάμπουσα,
σε αντίθεση του «άδηλος».
Έτσι ετυμολογικά το όνομα Δήλος επικροτεί και τις δύο απόψεις
είτε αυτή της αιφνίδιας ανάδυσης, είτε της αποκάλυψης,
(όπως παραδέχεται τη δεύτερη ο σχετικός ομηρικός ύμνος).
Τον υπέροχο μύθο της γέννησης του Απόλλωνα στη Δήλο μας παρέδωσαν
διάφοροι αρχαίοι Έλληνες ποιητές κατά διάφορες εκδοχές σε ύμνους
που δημιούργησαν τιμώντας τον εν λόγω θεό.
Εξ αυτών, όσων βεβαίως έχουν διασωθεί, κυρίαρχος είναι ο φερόμενος
ως ομηρικός ύμνος «εις Απόλλωνα Δήλιον» που θεωρείται έργο Χίου ποιητή
του 7ου ή 6ου αιώνα π.Χ. όπου οι αρχαίοι διέβλεπαν δημιουργό του τον Όμηρο,
και μάλιστα κατά μία παράδοση ότι ο ίδιος τον απήγγειλε σε εορτή στη Δήλο,
εξ ου και ομηρικός, ενώ κατ΄ άλλη παράδοση δημιουργός αυτού φέρεται
ο ραψωδός Κύναιθος ο Χίος που τον απήγγειλε στις Συρακούσες.
Πρόκειται για ένα εκπληκτικό ύμνο που παρουσιάζει το γεγονός
με μια αξιοθαύμαστη πλοκή αλληγορικών προσώπων και καταστάσεων,
στα πλαίσια βέβαια της γνωσιολογικής αντίληψης της εποχής του,
που ανάγεται όμως κατά το θρυλούμενο στάδιο όπου ο Ζευς, έχει δώσει τέλος
στη βασιλεία του Κρόνου και ο ίδιος έχοντας κυριαρχήσει
κατά τη μυθική τιτανομαχία έχει καταστεί «πατήρ ανδρών τε θεών»,
συγκροτώντας παράλληλα και το Ολύμπιο Δωδεκάθεο.
Σ' αυτό ακριβώς το σημείο ξεκινά η γοητευτική
αλλά και εκπληκτικά αποκαλυπτική περιγραφή του μύθου.
Έτσι λοιπόν ο Κρητιγενής Δίας/Ζευς έχοντας κυριαρχήσει αποφάσισε
τον περιορισμό των δυνάμεων του κρόνιου σκότους, που ακόμα επικρατούσε,
με τη γέννηση του φωτός σε μία όμως αρμονική συνύπαρξη (ημερονύκτιο).
Για το σκοπό αυτό «συνεζεύχθη» την τιτανίδα Λητώ προολύμπια θεότητα,
συνεπώς αρχαιότερη της Ήρας, προκειμένου αυτή
να κυοφορήσει τον φωτοβόλο θεό.
Σημειώνεται ότι η Λητώ αποτελεί, περισσότερο κατά τη μυθολογία
παρά από την ετυμολογία της, την προσωποποίηση της νύκτας,
που μέσα από την απέραντη περίπτυξη του ουρανού περικλείει στα σπλάχνα της
το σπέρμα του «αγίου φωτός».
Η γέννηση όμως ενός τόσο περίλαμπρου και τρομερού θεού ήταν φυσικό επόμενο
να διεγείρει έντονες ανησυχίες για φυσικές αναστατώσεις αλλά και φόβους
αντοχής του εδάφους που θα τον δεχόταν.
Έτσι ο ποιητής παρουσιάζει αλληγορικά για μεν το φόβο φυσικών αναστατώσεων
τη «ζηλότυπη» Ήρα, θεότητα της φυσικής και οικογενειακής γαλήνης
να κατατρέχει τη Λητώ, χωρίς ιδιαίτερη μνεία, την δε ετοιμόγεννη Λητώ
να περιφέρεται διάφορες περιοχές ζητώντας τη συναίνεσή τους
στον επικείμενο τοκετό, αντιμετωπίζοντας τους παραπάνω φόβους.
Τελικά η μικρή, άσημη και βραχώδης Δήλος συναινεί να γίνει γενέτειρα
του τρομερού φωτοδότη θεού μετά τις διαβεβαιώσεις και τον όρκο της Λητούς
ότι κανένα κίνδυνο δεν θα διατρέξει αλλά αντίθετα θα καταστεί διάσημη
αφού ουδέποτε θα την εγκατέλειπε ο επικείμενος θεός.
Η λαμπρή γέννηση, κατά ανθρώπινα ήθη, περιγράφεται αλληγορικά
στους στίχους 117 μέχρι και 132 του ομηρικού ύμνου,
απόσπασμα του οποίου και ακολουθεί:
ἀμφὶ δὲ φοίνικι βάλε πήχεε, γοῦνα δ᾽ ἔρεισε
λειμῶνι μαλακῷ: μείδησε δὲ γαῖ᾽ ὑπένερθεν
ἐκ δ᾽ ἔθορε πρὸ φόωσδε: θεαὶ δ᾽ ὀλόλυξαν ἅπασαι
ἔνθα σέ, ἤιε Φοῖβε, θεαὶ λόον ὕδατι καλῷ
ἁγνῶς καὶ καθαρῶς, σπάρξαν δ᾽ ἐν φάρεϊ λευκῷ,
λεπτῷ, νηγατέῳ: περὶ δὲ χρύσεον στρόφον ἧκαν.
οὐδ᾽ ἄρ᾽ Ἀπόλλωνα χρυσάορα θήσατο μήτηρ,
ἀλλὰ Θέμις νέκταρ τε καὶ ἀμβροσίην ἐρατεινὴν
ἀθανάτῃσιν χερσὶν ἐπήρξατο: χαῖρε δὲ Λητώ,
οὕνεκα τοξοφόρον καὶ καρτερὸν υἱὸν ἔτικτεν.
αὐτὰρ ἐπεὶ δή, Φοῖβε, κατέβρως ἄμβροτον εἶδαρ,
οὔ σέ γ᾽ ἔπειτ᾽ ἴσχον χρύσεοι στρόφοι ἀσπαίροντα,
οὐδ᾽ ἔτι δέσματ᾽ ἔρυκε, λύοντο δὲ πείρατα πάντα.
αὐτίκα δ᾽ ἀθανάτῃσι μετηύδα Φοῖβος Ἀπόλλων:
‘μοι κίθαρίς τε φίλη καὶ καμπύλα τόξα,
χρήσω δ᾽ ἀνθρώποισι Διὸς νημερτέα βουλήν.
Φοῖβε ἄναξ, ὅτε μέν σε θεὰ τέκε πότνια Λητώ
φοίνικος ῥαδινῇς χερσὶν ἐφαψαμένη
ἀθανάτων κάλλιστον ἐπὶ τροχοειδέι λίμνῃ,
πᾶσα μὲν ἐπλήσθη Δῆλος ἀπειρεσίη
ὀδμῆς ἀμβροσίης, ἐγέλασσε δὲ Γαῖα πελώρη,
γήθησεν δὲ βαθὺς πόντος ἁλὸς πολιῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου