Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.

Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα
 κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα,
 ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα 
ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε.

Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.

Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας 
καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου 
ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας 
μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.
Τάσος Λειβαδίτης 
(1921-1988)
Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, 
μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς
 καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς 
καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές,
 τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου 
καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες
 χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.

Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο
 στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.

Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, 
ἀγάπη μου, ποτέ.
Τάσος Λειβαδίτης 
(1921-1988)
Σπούδασε στη Νομική Σχολή 
του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε
 η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. 
Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα 
στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί 
από το 1947 έως το 1951. 
Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο 
και μετά στον Αϊ Στράτη 
κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα,
 απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. 
Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»
 θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» 
και κατασχέθηκε. 
Τελικά το δικαστήριο
 (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 
10 Φεβρουαρίου 1955) 
τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.
«Γι’ αυτό σου λέω.
Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο.
Μην ξυπνάς: Θα μετανιώσεις.»
Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης 
εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες 
του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα 
(τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα 
«Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». 
Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση 
του περιοδικού «Θεμέλιο». 
Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική 
σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας»
 και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης 
στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 - 1980 
(με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα 
είχε κλείσει λόγω δικτατορίας) και το περιοδικό 
«Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), 
όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.
Στο διάστημα της Χούντας των Συνταγματαρχών 
ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει
 ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα
 για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης
με το ψευδώνυμο Pόκκος. 
Αδερφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης 
και ανιψιός του ο ηθοποιός Θάνος Λειβαδίτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια :