Ζούμε ταξιδεύοντας, σαν τα ποτάμια,
το πολύ-πολύ έως τη θάλασσα.
Αυτό έγραφε, με καλλιγραφική πολυτονική γραφή
και με τη μέθοδο της πυρογραφίας,
πάνω σε μια πινακίδα από ξύλο που κρεμόταν
σε περίοπτη θέση στο μικρό δωμάτιό του και το οποίο
μάλλον θύμιζε κελί μοναχού παρά δωμάτιο εργένη.
Ήταν λίγο μεγαλύτερος από πενήντα και ωστόσο
η όψη του θύμιζε άνθρωπο εξήντα, τουλάχιστον χρονών.
Εργαζόταν από μικρό παιδί, αυτοσυντήρητος
και η ζωή του όλη απλή και συνηθισμένη και δίχως
καμία έξαρση, όπως χαρακτηριστικά μου εξομολογήθηκε.
-Άχρωμη, θα έλεγα, συμπλήρωσε την στιγμή που με είδε
να μαζεύω τρίποδα, φακούς και φλας
και κατάλαβε πως θα έφευγα.
-Tέλειωσες με την φωτογράφηση, με ρώτησε,
να κεράσω κι άλλον ένα καφέ ή μήπως προτιμάς
να παραγγείλω σουβλάκια και να πιούμε
και μπύρα που έχω στο ψυγείο;
-Να, λέω να προλάβω να τα εμφανίσω σήμερα.
Ήταν φανερό ότι διψούσε για λίγη ανθρώπινη παρουσία
και τώρα που βρήκε κάποιον για να πει δυο κουβέντες
και μάλιστα έναν τόσο πρόθυμο ακροατή, όπως εγώ,
δεν του ήταν και τόσο εύκολο να με αφήσει να φύγω
δίχως να προσπαθήσει να με κρατήσει
όσο γινόταν περισσότερο.
Του έκανα το χατίρι και ξανακάθισα,
μόνο για έναν καφέ ακόμη, του είπα και συμφώνησε.
-Θέλω να μου πεις για την επιγραφή, του είπα μόλις
άρχισε να ετοιμάζει τον καφέ κι έτσι όπως στεκόμουν
δίπλα του παρατηρώντας όλες τις κινήσεις του,
μου θύμιζαν κάτι σαν τελετουργία.
Ο τρόπος που τον ανακάτευε αρκετή ώρα
με ξυλαράκι ειδικά κατασκευασμένο
γι αυτήν τη δουλειά, όπως μου εξήγησε,
πάνω στην πολύ σιγανή φωτιά έτσι όπως σιγόβραζε
μέσα στο ανοξείδωτο αλλά περίεργου σχήματος μπρίκι,
αλλά και το ύψος που γέμισε τα μικρά φλιτζανάκια
του καφέ για να κάνουν τις σωστές φουσκάλες,
όπως μου εξήγησε, τράβηξαν περισσότερο
την προσοχή μου έτσι καθώς μου θύμισαν
άλλες εποχές και άλλους τόπους.
-Πες μου σε παρακαλώ για την πινακίδα,
τον ξαναρώτησα, τι ακριβώς θέλει να πει
αυτό το πολύ -πολύ έως τη θάλασσα;
- Εσύ τι κατάλαβες, μου απάντησε με ερώτηση
και καρφώνοντας το βλέμμα του απάνω μου.
-Αυτό ακριβώς σε ρωτάω για να μην έχω καταλάβει
λάθος, του είπα πετώντας του το μπαλάκι
σε ένα παιχνίδι που φαίνεται ότι του άρεσε
και δεν θα το άφηνε να τελειώσει τόσο σύντομα.
- Κοίταξε, του είπα, να το ξεκαθαρίζουμε από την αρχή,
ότι για μένα εμείς οι άνθρωποι δηλαδή
δεν είμαστε τα ποτάμια αλλά το νερό που κυλάει μέσα.
Συμφώνησε κι έτσι αρχίσαμε να συζητάμε,
αφού είχαμε βάλει τουλάχιστον και κάποια σημεία
επικοινωνίας για να μπορέσει να γίνει η συζήτηση.
Πέρασε έτσι αρκετή ώρα ώσπου να καταλήξουμε
στο συμπέρασμα ότι ο κάθε άνθρωπος
έχει τη δική του προσωπική ερμηνεία
για τα πάντα και δεν είναι εύκολο
να μιλάμε για αντικειμενική αλήθεια,
ούτε και για τον ίδιο το χρόνο που βιώνουμε,
γιατί όπως κι εγώ συνήθιζα να λέω, ότι ο χρόνος μπορεί
και ίσως πρέπει να ξεγελάει τους ανθρώπους.
Αποχαιρετώντας τον στάθηκε στη εξώπορτα
και λίγο πριν να μου δώσει το χέρι του
μου είπε τραγουδιστά κάτι σαν μαντινάδα:
-Σαν όνειρο, οι άνθρωποι, ζούνε και σαν τραγούδια
Ανθίζουν και μαραίνονται, όπως και τα λουλούδια.
Φιλικά
Πάν Καρτσωνάκης
Υ.Γ: Το παραπάνω κείμενο είναι γραμμένο
πριν από 43 χρόνια περίπου κι όταν ακόμη
χρησιμοποιούσαμε ασπρόμαυρο αρνητικό φιλμ
το οποίο κι εμφανίζαμε μόνοι μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου