Η ζεια ή ζειά ή ζέα είναι δημητριακό που αναφέρεται
κυρίως σε αρχαία κείμενα, και καλλιεργήθηκε
στην αρχαία Ελλάδα.
Ήδη από το 2ο αιώνα μ.Χ., παρατηρείται σύγχυση
για την ταυτότητά της.
Η ζεια είναι λέξη αρχαιότατη.
Στα περισσότερα από τα αρχαία ελληνικά κείμενα
αναφέρεται στον πληθυντικό αριθμό, «ζειαί».
Το ομηρικό επίθετο της γης είναι και «ζείδωρος»,
το οποίο ο Ησύχιος ερμηνεύει ως «βιόδωρος,
ἡ πρός τό ζῆν δωρουμένη γῆ», το λεξικό Σούδα
ως «τήν γῆν τήν τά πρός τό ζῆν δωρουμένην»,
ενώ μόνο ο φυσικός Autenrieth σχετίζει τη ζείδωρο
με τη ζεια, ερμηνεύοντάς την ως «ἡ ζειάς,
γεννήματα δωρουμένη, χορηγοῦσα».
Από το 2ο αι. μ.Χ., σύμφωνα με τον Γαληνό,
παρατηρείται σύγχυση γύρω από την ταυτότητά της,
κάτι που διαπιστώνεται από αναφορές
σε διάφορους συγγραφείς
από την αρχαιότητα ως πρόσφατα.
Έτσι στην πορεία των αιώνων, η ζεια έχει ήδη
«ταυτοποιηθεί» από διάφορους συγγραφείς
με το Μονόκοκκο σιτάρι
(Triticum monococcum ssp. monococcum),
το δίκοκκο σιτάρι (T. turgidum ssp. dicoccum),
το σιτάρι σπέλτα ή όλυρα (T. aestivum ssp. spelta),
το κριθάρι (Hordeum vulgare), τη βρίζα ή σίκαλη
(Secale cereale), το σόργο (Sorghum spp.),
το καλαμπόκι (Zea mays L.) ή ίσως και κάτι άλλο.
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την ζεια
κυρίως για ζωοτροφή (άλογα, πουλιά κλπ.)
ή δευτερευόντως για παρασκευή χόνδρου, κάτι
που γίνεται σαφές από την προσεκτική μελέτη
των αρχαίων κειμένων.
Οι Έλληνες και Ρωμαίοι έτρωγαν ψωμί κυρίως
από σιτάρι, ενώ κάποιες φορές, ιδιαίτερα οι πρώτοι
Ρωμαίοι, έφτιαχναν ψωμί από όλυρα, ζεια.
Αναφορές σε αρχαία κείμενα.
Το πρώτο χρονολογικά ιστορικό κείμενο
που εμφανίστηκε η ζεια, ήταν η Οδύσσεια, όπου
ο Όμηρος την ανακατεύει με άσπρο κριθάρι
και τη χρησιμοποιεί ως τροφή των αλόγων
(ραψ. Δ, στ. 41, «πὰρ δ᾿ ἔβαλον ζειάς,
ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν»), ενώ σε άλλο στίχο
φυτρώνει μαζί με το σιτάρι και το άσπρο κριθάρι
στον κάμπο της Λακωνίας (ραψ. Δ, στ. 604,
«πυροί τε ζειαί τε ἰδ᾿ εὐρυφυὲς κρῖ λευκόν»).
Στο προγενέστερο έπος του, την Ιλιάδα, ο Όμηρος
δεν αναφέρει πουθενά τη ζεια, αλλά αντίστοιχα
για τροφή των αλόγων αναμιγνύει την όλυρα
με το άσπρο κριθάρι (ραψ. Ε, στ. 196,
«ἑστᾶσι κρῖ λευκὸν ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας»
και ραψ. Θ, στ. 564 «ἵπποι δὲ κρῖ λευκὸν
ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας»).
Από τις ομοιότητες των στίχων στα δύο ομηρικά έπη,
συνάγεται ότι τον 8ο αι. π.Χ., η ζεια ταυτίζεται
με την όλυρα και προορίζονταν για ζωοτροφή.
Η ταυτοσημία των δύο ονομάτων είναι πιο ξεκάθαρη
στο έργο «Ιστορίαι» που έγραψε
ο μεταγενέστερος Ηρόδοτος.
Ο Ηρόδοτος, περιγράφοντας τις παραξενιές
των ανθρώπων στην αρχαία Αίγυπτο, γράφει ότι
οι Αιγύπτιοι αντί για σιτάρι και κριθάρι, τρέφονται
με όλυρα που κάποιοι ονομάζουν ζεια
(Βιβ. ΙΙ, Ευτέρπη, κεφ. 36, «Ἀλλαχοῦ τρέφονται
μέ σίτον καί κριθήν• ἀλλ' οἱ Αἰγύπτιοι θεωροῦσιν
αἰσχρότατον καί ὑποβάλλωνται εἰς τοιαύτην
δίαιταν, καί μεταχειρίζονται ὄλυραν,
τήν ὀποίαν τινές ὀνομάζουσι ζειάν») και ότι
το ψωμί τους είναι από ζεια
(Βιβ. ΙΙ, Ευτέρπη, κεφ. 77, «τρέφονται μέ ἄρτους
ἐκ ζειάς τούς ὀποίους ὀνομάζουσι κυλλήστεις»)
Η ζεια, καλλιεργήθηκε κύρια για ζωοτροφή
στην αρχαία Ελλάδα.
Άρχισε να χάνεται σταδιακά από τη βιβλιογραφία
από τον 3ο αιώνα π.Χ. και επανεμφανίστηκε
σ’ αυτή τον 1ο αιώνα μ.Χ., οπότε και άρχισε
η ατέρμονη συζήτηση για την ταυτότητά της.
Επομένως αποσύρθηκε από την Ελληνική γεωργία
πολύ πριν από το 1ο αιώνα μ.Χ., όταν είχαν γίνει
πλέον γνωστά σε όλους τα γυμνόσπερμα σιτάρια,
τα οποία απαιτούσαν πολύ λιγότερη
μετασυλλεκτική κατεργασία από τα ντυμένα.
Όσον αφορά την αμφιλεγόμενη ταυτότητά της,
σύμφωνα πάντα με τις καταγεγραμμένες αναφορές,
η ζεια θα μπορούσε να είναι η όλυρα (triticum spelta),
η τίφη, το μονόκοκκο σιτάρι, το δίκοκκο σιτάρι,
το κριθάρι, η βρίζα (σίκαλη), το σόργο ή και κάτι άλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου