Τα έξι είδη τζιτζικιών που συναντάμε στην Ελλάδα, είναι από αυτά που ζουν 4 χρόνια.
Ο Πλάτωνας, που σ' ένα σημείο του Φαίδρου μας λέει ότι
"όταν ακούστηκε για πρώτη φορά το τραγούδι των Μουσών πάνω στη γη,
οι άνθρωποι τόσο αναστατώθηκαν που βάλθηκαν να τις μιμούνται σε σημείο
που ξέχναγαν να φάνε και να πιούνε.
Τόσο, που πέθαναν χωρίς να το καταλάβουν.
Και από εκείνους γεννήθηκε τότε το είδος των τζιτζικιών".
Θα πρέπει να διευκρινίσουμε, ωστόσο, πως στα σημερινά αυτιά το τραγούδι
των τζιτζικιών ακούγεται περισσότερο επαναληπτικό και μονότονο παρά μαγευτικό.
Είναι όμως φανερό ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν το άκουγαν με το ίδιο αυτί,
γι' αυτούς, το τραγούδι των τζιτζικιών, μακριά από το να ακούγεται σαν σουβλιές
ήταν φορέας ανάμνησης και πάνω απ' όλα φορέας μηνύματος.
Γιατί τα τζιτζίκια ήταν οι άγγελοι των Μουσών πάνω στη γη και διαβίβαζαν
στους θεούς τα σέβη των ανθρώπων.
Το τραγούδι τους, έστω και μεσημεριανή ώρα, όταν ζέστη και αντηλιά
κάνουν το χώμα ένα ζωντανό μαγκάλι και τον ίσκιο ένα ζωτικό καταφύγιο,
ήταν ένα τραγούδι εγρήγορσης, που κατά κάποιον τρόπο έλεγε στον άνθρωπο:
"εγέρσου-ξύπνα, εγέρσου-ξύπνα..."
Φασαριόζικα, σίγουρα, βλέπε εκνευριστικά, μα και άγρυπνοι φύλακες
και ως και διδακτικά, τέτοια ήταν για τους αρχαίους Έλληνες η φύση και ο λόγος
ύπαρξης των τζιτζικιών.
Για εκείνους που στην εποχή τους το γνώριζαν, ο μύθος του Πλάτωνα
θα έπρεπε ιδίως να έχει ένα ηθικό και φιλοσοφικό νόημα.
Πού να ξέραμε, μικρά παιδιά τότε, ότι το τζιτζίκι δεν είναι
ένας σπάταλος χαραμοφάης αλλά ένας ετοιμοθάνατος που παρατηρούσε
την σκόνη μέσα στην κλεψύδρα του να πέφτει σιγά-σιγά.
Ότι όλο αυτό που μας ξεκουφαίνει κάθε καλοκαίρι είναι το κύκνειο άσμα του
και το ερωτικό του κάλεσμα.
Η καταραμένη μοίρα του που δεν μπορεί να αλλάξει.
Ότι είναι δυο ανάσες πριν τον θάνατο.
Σύμφωνα με την βικιπαίδεια:
«Με το τζιτζίκι είναι συνδεδεμένος και ο μύθος του Τιθωνού.
Ο Τιθωνός ήταν θνητός που είχε γίνει αθάνατος από τους θεούς
μετά από παράκληση της Ηούς, η οποία όμως ξέχασε
να ζητήσει να παραμείνει και νέος.
Όταν λοιπόν ο Τιθωνός έφθασε σε έσχατο γήρας, η Ηώς, που ως θεά ήταν
αθάνατη και πάντα νέα, δεν μπορούσε πια να τον βλέπει.
Τότε οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε ένα ζαρωμένο έντομο
που μιλά ακατάπαυστα, το τζιτζίκι».
Και αυτή όμως η μυθολογική προσέγγιση το αδικεί.
Σαν να είναι κάτι περιττό και άσχημο που παρακάλεσε τους Θεούς
για την ύπαρξη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου