Σαν σήμερα, στις 24 Μαρτίου του 1934,
πεθαίνει στη Μυτιλήνη ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ
ή Κεφαλάς, ο μεγαλύτερος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος.
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός
φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει.
Τον έλεγαν Θεόφιλο.
Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του,
εκεί που οι πρόγονοί του 'βάζαν τις πιστόλες
και τα μαχαίρια τους.
Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε
στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε.
Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν,
για να βγάλει το ψωμί του.
Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες
ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες
στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη
που δείχνουν το πέρασμά του − αν σώζουνται ακόμη.
Ο κόσμος τον περιγελούσε.
Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά,
που κάποτε τον έριξαν κάτω από μια ανεμόσκαλα
και του 'σπασαν ένα-δυο κόκαλα.
Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει
σε ό,τι έβρισκε.
Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο,
πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι.
Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους
οι ακαδημαϊκοί.
Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος,
δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα
ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια.
Είδε αυτήν τη ζωγραφική, μάζεψε
καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε
να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς
που κάθονται κοντά στον Σηκουάνα.
Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν
πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος.
Και μείναμε μ' ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα.
Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι
λαϊκή παιδεία δεν σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό,
αλλά και να διδαχτούμε από τον λαό».
Έτσι περιγράφει τον βίο και την πολιτεία του Θεόφιλου
ο Γιώργος Σεφέρης στην ομιλία του στην Αλεξάνδρεια
το 1943 για τον Μακρυγιάννη.
«Θυμούμαι πάντα τον Θεόφιλο, όταν συλλογίζομαι
τον Μακρυγιάννη» θα πει ο ποιητής.
Ο «ζερβοκουτάλας», καθότι αριστερόχειρας,
ο «μισακάτης», ο «αχμάκης», όπως τον κορόιδευαν
όσο ζούσε, έμελλε να αφήσει ισχυρό αποτύπωμα
στην ιστορία της ελληνικής και όχι μόνο τέχνης.
Ο «ταξιδιώτης από τα Παρίσια»,
ο Στρατής Ελευθεριάδης, γνωστός ως Τεριάντ,
ήταν εκείνος που, μετά από παρότρυνση
του ζωγράφου Γιώργου Γουναρόπουλου,
επισκέφθηκε το 1929 τη Μυτιλήνη, αγόρασε έργα
του Θεόφιλου και ανέλαβε
την προώθησή του – ο Θεόφιλος όμως δεν έζησε αρκετά
για να χαρεί την αναγνώρισή του,
καθώς πέθανε πέντε χρόνια αργότερα.
Ο Θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου