Η Αποτυχία της Στρατηγικής της «Απειλής»
Γράφει ο Κοσμάς Μαρινάκης*
Η διαπραγμάτευση τελείωσε με το πλαίσιο συμφωνίας που έχει καταρτιστεί
να αποτελεί μια οδυνηρή ήττα για την Ελλάδα.
Έχω από καιρό επισημάνει πως η κυβέρνηση επέλεξε από την αρχή να υιοθετήσει
μια «ανορθόδοξη» τακτική. Ο κ. Βαρουφάκης ως επικεφαλής της διαπραγμάτευσης,
στην ουσία, ποτέ δεν στήριξε τις διαπραγματευτικές του θέσεις στο επιχείρημα ότι
η Ελλάδα με σωστή πολιτική και την αναγκαία βοήθεια μπορεί να βγει
από την κρίση και να σταθεί στα δικά της πόδια. Αντίθετα, προσπάθησε να θεμελιώσει
μια «απειλή» ενάντια στην Ευρώπη, πως αν η Ελλάδα δεν πάρει αυτό που ζητά,
η ευρωζώνη θα κινδυνεύσει να χάσει πολλά από το Grexit.
Πλέον, είναι ξεκάθαρο πως η τακτική του απέτυχε να δώσει οποιοδήποτε
διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στην ελληνική πλευρά. Το ερώτημα που τίθεται,
όμως, είναι αν αυτή η λογική της «απειλής» είχε ποτέ αντικειμενικές ελπίδες
να φέρει κάποιο θετικό αποτέλεσμα.
Με βάση τα δεδομένα που αρχίζουν να έρχονται στο φως, φαίνεται
πως το ελληνικό επιτελείο διέπραξε μια σειρά κρίσιμων ολισθημάτων
αγνοώντας σημαντικούς παράγοντες του προβλήματος.
Όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, οι Γερμανοί είχαν από το τέλος
Μαρτίου διαμηνύσει στην Ελλάδα πως δεν θα ήταν αντίθετοι στο να επιστρέψει
η χώρα στη Δραχμή και, μάλιστα, δήλωσαν διατεθειμένοι να θέσουν άμεσα
σε λειτουργία ένα σχέδιο που θα ξεκινούσε τη διαδικασία, αν συμφωνούσε η Ελλάδα.
Αυτό από μόνο του, εκείνη τη στιγμή θα έπρεπε να έχει εκληφθεί από την ελληνική
πλευρά ως απώλεια του πλεονεκτήματος του αιφνιδιασμού και να έχει
προκαλέσει αναδίπλωση σε μια πιο ορθολογική διαπραγματευτική γραμμή.
Αντ’ αυτού, Ο κ. Βαρουφάκης θεώρησε πως η κίνηση της Γερμανίας θα έπρεπε
να εκληφθεί ως εκτίμηση από μέρους της πως το κόστος του Grexit
για την Ευρώπη εξαρτώνταν πλήρως από το ποιος θα έφερε την ευθύνη γι αυτό.
Κατά τον πρώην υπουργό, oι Γερμανοί επεδίωκαν να χρεώσουν την έξοδο
από την ευρωζώνη σε μια συνειδητή επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης, ώστε
να κρατήσουν τη δική τους ζημία από το Grexit σε ελεγχόμενα επίπεδα.
Ως εκ τούτου, κρίθηκε αναγκαίο να τροποποιηθεί η ελληνική στρατηγική
με σκοπό να περάσει το μήνυμα στις αγορές πως η Γερμανία ήταν αυτή
που εξωθεί την Ελλάδα εκτός του Ευρώ. Για τον Έλληνα επικεφαλής, αυτό
θα αποκαθιστούσε την αξιοπιστία της «απειλής», διότι θα αύξανε τον κίνδυνο
στα μάτια των κατόχων ομολόγων άλλων προβληματικών χωρών της ευρωζώνης.
Ο κ. Βαρουφάκης βάσισε τη θεωρία του στην «αξιωματική» πεποίθηση ότι
ο πυρήνας της Ένωσης πραγματικά φοβάται το Grexit αλλά «μπλοφάρει».
Σε αυτό το πλαίσιο, από τον Απρίλιο και ύστερα, τέθηκε σε λειτουργία
από ολόκληρο το ελληνικό επιτελείο ένα ανηλεές παιχνίδι καταλογισμού ευθυνών
(blame game) για να «ακυρώσει» τον γερμανικό ελιγμό. Η Ελλάδα επιχείρησε
να πείσει τους πάντες πως δεν επιθυμεί με κανέναν τρόπο την έξοδο
αλλά οι Γερμανοί είναι εκείνοι που προσπαθούν να την επιβάλουν.
Παράλληλα, στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά κυρίως στις αγορές, η καθεαυτού
«απειλή» του Grexit άρχισε να θεωρείται μια καταφανής «φάρσα».
Για μια ακόμη φορά, οι Γερμανοί αποδείχτηκαν καλύτερα προετοιμασμένοι από εμάς,
ακόμη και για ένα ζήτημα που αφορούσε το δικό μας νόμισμα.
Αυτό κατέστησε πασιφανές πως ουδείς στην ελληνική διαπραγματευτική ομάδα
ήταν διατεθειμένος να βάλει στο τραπέζι ένα τελεσίγραφο, πως αν η Ελλάδα
δεν πάρει μια βιώσιμη αναπτυξιακή συμφωνία θα αναγκαστεί
να επιστρέψει στη Δραχμή, βάζοντας σε κίνδυνο ολόκληρη την ευρωζώνη.
Με την ελληνική «απειλή» να είναι επί της ουσίας «αφοπλισμένη», οι συνομιλίες
εισήλθαν στο τελικό στάδιο. Η Ελληνική πλευρά, ελλείψει διαπραγματευτικής
ισχύος, έκανε μια προσπάθεια συμβιβασμού με την πρόταση των «47 σελίδων»
. Από την άλλη, όπως ήταν φυσικό, ο κ. Γιούνγκερ κατέθεσε ένα προσχέδιο
συμφωνίας, το οποίο εξέφραζε τη θέση των δανειστών, όπως ακριβώς
αυτή θα είχε διατυπωθεί αν η διαπραγμάτευση δεν είχε ποτέ διεξαχθεί.
Μπροστά σε αυτή τη διαπραγματευτική πανωλεθρία, η ελληνική πλευρά
κατέφυγε στη πρακτική που ακολουθεί κάθε «στριμωγμένος»: την κλιμάκωση.
Το δημοψήφισμα, η στάση πληρωμών προς το ΔΝΤ και η επικοινωνιακή επίθεση
προς τους δανειστές ήταν απόπειρες από την ελληνική πλευρά για να κλιμακωθεί
η ένταση και να «ταρακουνηθούν» οι αγορές. Δυστυχώς, οι επενδυτές είχαν από καιρό προεξοφλήσει ότι οι απειλές της ελληνικής κυβέρνησης ήταν «κενές»
και ανταποκρίθηκαν πολύ πιο χλιαρά από τις προσδοκίες του κ. Βαρουφάκη.
Κάπου τότε ο ίδιος διαπίστωσε πως είχε «παίξει τα ρέστα του» και βλέποντας
πως από κει και πέρα ξεκινούσε η «κατηφόρα», αποφάσισε να αποχωρήσει.
Με τη διαπραγμάτευση να βρίσκεται ξανά στο «σημείο μηδέν» ο κ. Τσίπρας
κλήθηκε να πάρει ο ίδιος την κατάσταση στα χέρια του εν μέσω κυριολεκτικής
οικονομικής κατάρρευσης. Με τις τράπεζες κλειστές, το ΑΕΠ να συρρικνώνεται
με ρυθμό εκατοντάδων εκατομμυρίων ανά ημέρα και την ανοχή των ψηφοφόρων
να πλησιάζει στα όριά της, ο πρωθυπουργός κλήθηκε να εγκαταλείψει
τη στρατηγική της «απειλής» και να μεταπηδήσει στην «ορθόδοξη» λογική
των επιχειρημάτων. Ήταν όμως ήδη αργά.
Με δική της ευθύνη, η ελληνική ηγεσία είχε αφοσιωθεί τόσο στην κόντρα
με την Ευρώπη, που τίποτε στο εσωτερικό δεν είχε προετοιμαστεί με σκοπό
να πείσει τους εταίρους να διαθέσουν χρήματα στην διάσωση της Ελλάδας.
Δεν είναι τυχαίο που και ό ίδιος ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε στο ευρωκοινοβούλιο
πως «πέντε μήνες τώρα δεν κυβερνάμε, μόνο διαπραγματευόμαστε».
Στην πραγματικότητα, αυτό δεν ήταν απολύτως ειλικρινές. Ελάχιστα μέλη
της κυβέρνησης ήταν επιφορτισμένα με τη διαπραγμάτευση.
Τα υπόλοιπα είχαν την ευχέρεια να παράγουν κυβερνητικό έργο ώστε να υπάρχουν
τα επιχειρήματα αν χρειαζόταν κάποια στιγμή ένα εναλλακτικό σχέδιο στις συνομιλίες.
Η αλήθεια πάντως είναι πως επιλεκτικά στις περιπτώσεις των «ανεξόφλητων
προεκλογικών λογαριασμών» η κυβέρνηση έδειξε εντυπωσιακή
εκτελεστική αποτελεσματικότητα.
Το νομοσχέδιο για την ΕΡΤ, για παράδειγμα, που αποτέλεσε
συνειδητή προτεραιότητα για την κυβέρνηση, συντάχθηκε, κατατέθηκε, ψηφίστηκε
κι εφαρμόστηκε με «ελβετική ακρίβεια» σε χρόνο πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα.
Στη λογική της έλλειψης εμπιστοσύνης από την πλευρά των εταίρων
συνολικά, κινούνταν και η «πρωτοφανής απαίτηση» των Γερμανών
να μεταφερθούν ελληνικά περιουσιακά στοιχεία σε οργανισμό στο Λουξεμβούργο,
που ελάχιστοι αντελήφθησαν τον πραγματικό λόγο για τον οποίο τέθηκε.
Ο κ. Σόιμπλε ήγειρε αυτή την αξίωση με σκοπό τα ιδιοκτησιακά στοιχεία
του οργανισμού να αποτελέσουν εχέγγυα για το δανειακό πρόγραμμα.
Ο λόγος που απαιτήθηκε η έδρα αυτού του οργανισμού
να είναι εκτός ελληνικής επικράτειας ήταν για να καταστήσει κατασχέσιμα
ως ενέχυρα τα περιουσιακά στοιχεία του οργανισμού σε περίπτωση μελλοντικής
στάσης πληρωμών, αν υπάρξει κάποια εμπλοκή σε μετέπειτα διαπραγματεύσεις,
όπου η Ελλάδα αποφασίσει να ξαναπαίξει το χαρτί του Grexit.
Ο κ. Τσίπρας δεν δέχτηκε τον όρο αυτό. Ο οργανισμός θα εδρεύει σε ελληνικό
έδαφος και συνεπώς θα υπάγεται στην δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων,
οπότε σε περίπτωση που κριθεί σκόπιμο, η ελληνική κυβέρνηση θα είναι σε θέση
να νομοθετήσει εν μια νυκτί τη μεταβίβαση αυτών των περιουσιακών στοιχείων
πίσω στο ελληνικό δημόσιο. Φυσικά, η αυτονόητη άρνηση του κ. Τσίπρα να δεχτεί
τον όρο αυτό δεν ήρθε χωρίς κόστος, διότι αντικατοπτρίστηκε στους όρους
της συμφωνίας που τελικά προσφέρθηκε στην Ελλάδα.
Σε όλες αυτές τις εξελίξεις αποτελεί αναπάντητη απορία γιατί ο πρωθυπουργός
δεν αποφάσισε να τερματίσει τη «χρεοκοπημένη» στρατηγική Βαρουφάκη,
για την οποία ο ίδιος ήταν από τον Μάρτιο σε θέση να εκτιμήσει ότι δεν είχε
καμία ελπίδα επιτυχίας. Όπως ο ίδιος δήλωσε, «δέχεται την ευθύνη γι αυτό το λάθος»
το οποίο όμως κόστισε –και συνεχίζει να κοστίζει– στην πραγματική οικονομία
πιο ακριβά, ακόμη κι από το ίδιο το κόστος των επαχθέστατων μέτρων
που τελικώς υπέγραψε.
*Ο Κοσμάς Μαρινάκης είναι επίκουρος καθηγητής οικονομικής
στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Μόσχας (Higher School of Economics).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου