Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

«Μισούσα κάθε τι που μ’άλυσόδενε: πάστορες, παπάδες και αφέντες»

«Μισούσα κάθε τι που μ’άλυσόδενε:
 πάστορες, παπάδες και αφέντες», με αυτή τη φράση
 ξεκινά το 1835 ο Τρελώνη την αφήγησή του, 
κι έτσι ξεκινά τον πρόλογό του 
και ο μεταφραστής του Σπύρος Μαρκέτος. 
Αυτός ο οικονομικά ανεξάρτητος, πολύ ωραίος
 στην όψη, δυνατός και σκληραγωγημένος 
από την πατρική αστοργία στο σχολείο 
και στα καράβια άντρας, αυτομορφωμένος,
 διαβάζοντας ακόμη και τιμωρημένος 
πάνω στο κατάρτι του πειθαρχίου, φανατικός
 υπερασπιστής των αδύνατων και πολέμιος
 των τυράννων, έγινε πρωτοπαλλήκαρο 
του μουσουλμάνου (μπεκτασή) 
Οδυσσέα Ανδρούτσου,
 του οποίου την αδελφή Ταρσίτσα παντρεύτηκε
 με γάμο που δεν κράτησε για πολύ. 
Ο Οδυσσέας είχε πέσει στη δυσμένεια των πολιτικών 
και κατέφυγε στο αρχαίο Κωρύκειο άντρο του Παρνασσού. 
Ο γενναιόψυχος Άγγλος έπεσε εκεί θύμα
 δολοφονικής απόπειρας πληρωμένων φονιάδων 
αλλά συγχώρεσε αυτόν που πήγε να τον δολοφονήσει.
 Είχε αγαπήσει την υπόθεση της ελληνικής 
απελευθέρωσης και κατέγραψε την μικρότητα,
την προδοσία και τη φιλοδοξία των αισχρών
 Φαναριωτών πολιτικάντηδων σαν τον Μαυροκορδάτο
 και των κατσαπλιάδων σαν τον αχάριστο και άτιμο 
Γκούρα και τους άλλους όμοιους του, 
που συκοφάντησαν και γκρεμοτσάκισαν 
από την Ακρόπολη ύστερα από σκληρά βασανιστήρια
 τον πολεμιστή της Γραβιάς.
Ο Ανδρούτσος, ήταν μεν μαθητής της διεφθαρμένης 
Σχολής του Αλή πασά, αλλά ευφυής και γενναίος
 όπως ήταν, από κάποια στιγμή και μετά εξελίχθηκε
 σε καλό πατριώτη με δημοκρατικές ιδέες. 
Ο Τρελώνη καταθλίβεται όταν πολύ αργότερα 
στην Αγγλία πιά, μαθαίνει από το συγγραφέα 
Στέφανο Ξένο πως η χήρα του Οδυσσέα
η κυρία Ελένη, λιμοκτονεί και η ελληνική κυβέρνηση 
δεν την βοηθάει. 
Κριτικός απέναντι στις παραξενιές του Βύρωνα, 
ήταν θαυμαστής του Σέλλεϋ (εικ.4), δεμένος 
με βαθιά φιλία μαζί του. 
Ο ίδιος πρωτοστάτησε στην πολιτική κηδεία 
και καύση του Σέλλεϋ στην Ιταλία πλάϊ στη θάλασσα
 ύστερα από την δολοφονία του από πειρατές 
που τον πέρασαν για τον Βύρωνα, όπως συμπέρανε
 αργότερα ο Τρελώνη, ανατρέποντας την επίσημη
 άποψη για πνιγμό του από ατύχημα
 στο φουρτουνιασμένο κόλπο της Σπιέτζας, 
όπου ταξίδευε με την αγαπημένη σκούνα του 
τον «Δον Ζουάν» από το Λιβόρνο στο Λερίτσι. 
Στο τελευταίο είχαν καταλύσει στη ρημαγμένη
 και σουλουπωμένη από αυτούς παραλιακή
 βίλλα Magni οι Σέλλεϋ, ο Τρελώνη 
και η οικογένεια Χαντ κι εκεί δέχονταν
 και τις επισκέψεις του Βύρωνα. 
Έθαψε τη στάχτη του στο προτεσταντικό 
νεκροταφείο της Ρώμης κι όταν ύστερα 
από πολλά χρόνια, 88χρονος πέθανε στην Αγγλία,
 τάφηκε κι ο ίδιος δίπλα του έχοντας ζητήσει
 να γραφτεί στην ταφόπλακα το συγκινητικό
 επιτύμβιο που ήταν στίχοι του Σέλλεϋ:
«Αυτοί είναι δυό φίλοι με ζωές αχώριστες
Τέτοια ας είναι κι η μνήμη τους τώρα που γλύστρησαν
Στον τάφο ας μείνουν μαζί τα κόκκαλά τους
Γιατί οι δυό καρδιές τους όταν ζούσαν ήταν μία».
Περισσότερα:

Δεν υπάρχουν σχόλια :