Πανάρχαιες ελιές, κούφιοι κορμοί συστραμμένοι˙
το δύστυχο σταχτί˙ το καπνισμένο κίτρινο˙
ίσκιοι των σύννεφων στους απέναντι λόφους.
Έρχεται υπάκουο το μακρινό, σε κοιτάει απ το πλάι˙
ξεχνάς εκείνο που θελες να του ζητήσεις˙ το χέρι σου
αφηρημένο περπατά στη μαλακιά ράχη του ζώου.
Ήταν αυτό; Και τι ήταν; Αντεστραμμένος χρόνος;
Οι γριές τυλίγουνε τα πόδια τους μ εφημερίδες,
τα δένουνε με σπάγκους. Προφυλάξεις, προφυλάξεις, -
Ω, σιωπηλή διάρκεια˙ καθόμαστε χάμου στο χώμα
μ ένα καλάθι φραγκόσυκα, με το να παπούτσι του δρομέα, -
κι αυτή η επίμονη γυναίκα, η αποστεωμένη, η άγρια,
κάτω απ το δέντρο, μες στην πεισμωμένη λάμψη,
κρατώντας στα δυο χέρια της το απαρηγόρητο βρέφος.
Τότε ακριβώς ήταν που μάθαμε πως τίποτα δεν είχε χαθεί.
Γιάννης Ρίτσος
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου