Ένα υπέροχο κείμενο που
(αν το διαβάσετε ολόκληρο)
ίσως θα σας κάνει
να "δείτε" τον κόσμο διαφορετικά.
Πάντοτε αρχές Απρίλη, όπως και τέλη Οκτώβρη, θυμάμαι
τον ένα μου παππού… Γιατί ο παππούς μου είναι ίσως ο άνθρωπος
που περισσότερο από όλους τους άλλους
μου έμαθε τον πολιτισμό της πράξης.
Κι αυτό αφορά την σχέση του με το αδύναμο εκείνο από το οποίο δεν είχε
να προσδοκά ούτε ένα μπράβο,
(πόσο μάλλον κάτι που θα τον ωθούσε στον κοινωνικό κορμό)
μόνο το περίσσευμα της καρδιάς.
Τα ζώα, που τόσο συχνά οι άνθρωποι τα προσεγγίζουμε μέσα από γενικές
κατηγορίες που ελάχιστα περιγράφουν τι είναι το καθένα τους πραγματικά
και μέσα από στερεότυπα που μικραίνουν και την δική τους πολυπλοκότητα
και τον δικό μας ορίζοντα ψυχής.
Γιατί ο παππούς μου είναι ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρω που γηροκομούσε
τα γαϊδουράκια του… « Τόσα χρόνια δούλευαν για μένα», έλεγε,
αγωγιάτης ο ίδιος στα νιάτα του, θυμίζοντας με τον πιο άδολο τρόπο
την θεωρία για το απλήρωτο εργατικό δυναμικό, την ίδια ώρα που οι αγνοί
και ταπεινοί χωρικοί των ρομαντικών χρόνων της αγνής ελληνικής επαρχίας,
με το που δεν μπορούσαν τα γαϊδουράκια να κουβαλήσουν τα έριχναν στον γκρεμό…
Ο παππούς μου, (απολίτικος με την κοινή έννοια, στο σπίτι του οποίου
χωρούσαν –κυριολεκτικά- οι πάντες κι αυτό το Αριστοτελικό συναμφότερον
αποτελεί ύψιστη πολιτική) μου έμαθε πως δεν έχει σημασία τι ιδεολογία
λες ότι έχεις, (αριστερή, αντιεξουσιαστική, δεξιά, συντηρητική, πατριωτική,
ανθρωπιστική όλα αντίθετα κι όλα αλληλοσυμπληρούμενα…)
αν δεν τιμάς την ψήφο σου με την στάση ζωής σου.
Πως δεν έχει σημασία τι ψηφίζεις αλλά το πώς ζεις.
Όταν οι «τσάποι μας» (τα γαϊδουράκια μας) γερνούσαν, ο παππούς
τα έστρωνε χαλί από μαλακά άχυρα στον στάβλο, τους έβαζε λάδι στις πληγές,
κατέβαινε με την λάμπα να δει αν θέλουνε κάτι, τα χάιδευε με αλληλεγγύη…
Ακόμη και τα χρόνια που συνυπήρχαμε με τον παππού στον πλανήτη
και δεν τα χρειάζονταν πραγματικά…
Τα ζώα καταλάβαιναν, και τον κοιτούσαν, μας έλεγε,
με απεριόριστη ευγνωμοσύνη.
Ίδια γλώσσα, η γλώσσα των ματιών, στιγμές από έναν παράδεισο χαμένο,
από μια σχέση βιβλική, σε έναν μικρό στάβλο.
Και πραγματικά, τώρα που πλησιάζει το Πάσχα θυμάμαι πάντοτε
πως ο Χριστούλης, σύμβολο των καλών και των κακών Χριστιανών, επέλεξε
να γεννηθεί ανάμεσα στα ζώα και να πεθάνει ανάμεσα στους ληστές…
Οι «καλοί νοικοκυραίοι» (κάποιοι, ποτέ όλοι) με τις καθαρές,
διατηρημένες με φόλα ή με κλωτσιές αυλές, πού ήταν;
Τούτη την εποχή, που χιλιάδες μικρά κουταβάκια ή γατσουνάκια πετιούνται
στους κάδους ζωντανά, θυμάμαι τον παππού μου…
Θυμάμαι ακόμη κι έναν άλλον, διασημότερο παππού, τον Κοκτό, που έγραψε:
«Ο άνθρωπος είναι πολιτισμένος, στον βαθμό που ξέρει να κατανοήσει τη γάτα»…
Το ίδιο ισχύει για όλα τα ζώα, συγκατοίκους μας σε αυτόν τον πλανήτη,
πάνω στα οποία εξασκήσαμε τις πρώτες μορφές καταπίεσης και ιεραρχίας,
πριν τις μεταφέρουμε αυτούσιες στην κοινωνία των ανθρώπων.
Σε έναν πλανήτη που βιάζουμε, μολύνουμε, σφάζουμε, ηχορυπαίνουμε,
μας ενοχλούν τα .. κόπρανα ή οι κραυγές των ζώων…
Γεμάτη η ελληνική επαρχία από «καλούς καγαθούς» που πετούν ζωντανές
ψυχούλες τις εποχές της αναπαραγωγής σε κάδους καταδικάζοντας τες
σε ένα θάνατο μαρτυρικό.
Όπως σωστά σχολιάστηκε κάποτε «για τα ζώα κάθε άνθρωπος είναι ναζί…»
Κι ανάμεσα τους τα κατοικίδια, που μας φυλούν με κίνδυνο της ζωής τους
όπως τα σκυλιά (υπάκουα δυστυχώς σε όποιο αφεντικό γι αυτό
και τα υπέροχα αυτά πλάσματα χρησιμοποιήθηκαν ως ανθρωποφύλακες
από βάρβαρα καθεστώτα) κι οι γατούλες…
Τα σκυλάκια που όταν αγαπούν, αγαπούν για πάντα, με τον πιο άδολο τρόπο
του κόσμου, και οι περισσότερες φυλές τους θα πεθάνουν για σένα
(ή και σε σκοτώσουν για σένα… κι ιδού το πρόβλημα!)
Αν το σκεφτείτε, όπως μου επεσήμανε κάποτε ο Αργύρης Κουνάδης,
η γάτα είναι το μοναδικό ζώο που ο άνθρωπος δεν έβαλε στο τσίρκο.
Ανεξάρτητη, αξιοπρεπής απόλυτα ανίκανη να κάνει τούμπες για ένα πιάτο φαί,
δεν μπορεί ποτέ ν αγαπηθεί από ένα ελλειμματικό εγώ που ζητά οπαδούς
και όχι ισότιμους παίκτες…
Μισήθηκε από όλους τους δικτάτορες του κόσμου κι όμως, όταν εξοντώθηκε
στην Ευρώπη του Μεσαίωνα κι έλειψε η φυσική και δωρεάν προστασία
που παρείχε από τρωκτικά της εποχής, ήρθε η Πανούκλα, ο Μαύρος Θάνατος.
Και στη Νάξο, την χρονιά που τις εξόντωσαν όλες κάναν 2 χρόνια
να δουν σοδειά, αφού τα τρωκτικά κόβαν τις ρίζες (για να ζήσουν κι αυτά)…
Οι γάτες τα’ Άι Νικόλα, που γραψε ο Σεφέρης για την ιδιότητα να ορμούν
στα φίδια και να ρουφούν το κακό και το φαρμάκι έως μιας…
Αλλά και τα ζώα αναπαραγωγής όπως τα θέλει η οικονομικίστικη αντίληψη
του πολιτισμού μας, που δεν πετιούνται σε κάδους αλλά βλέπουν
τα μωράκια τους
(γάλακτος τα αποκαλεί ο υπερχορτάτος ουρανίσκος των Δυτικών)
να κρέμονται σφαγμένα σε τσιγκέλια…
(Α! αν δημιουργούνταν κάποτε ένα αντίστοιχο καρτούν με μωρά ανθρώπων
πόσο οι καλοφαγάδες ηθικολόγοι θα το ονόμαζαν… αρρωστημένο,
καταπίνοντας μωρά! Αρρώστια!)
Αλλά τα ζωάκια παραμένουν οι συγκάτοικοι που μας βοήθησαν όταν δεν είχαμε
τεχνολογία και τεχνογνωσία να ανεβάσουμε το επίπεδο και το προσδόκιμο
ζωής μας, συγκάτοικοι κι εργατικό δυναμικό διαρκώς προδομένο όταν έχανε
την εργατική του δύναμη, ή αλλιώς σκοτώνουν τα’ άλογα όταν γεράσουν
κατά πως το θελε η συμβολική φράση που μεστά περιέγραψε την θηριωδία
αυτού του πλανήτη… Παράδειγμα που ξαναεφαρμόζεται στις κοινωνίες
των ανθρώπων κάθε που ο ολοκληρωτισμός βγαίνει από τον μαύρο του τάφο,
αλλά που έχει παγιωθεί πρώτα στις σχέσεις μας με την φύση, έτσι κι αλλιώς…
Όμως ο άνθρωπος έχει πολύ δρόμο για να γίνει ζώο, αφού είμαστε
το πλάσμα που δεν σκοτώνει μόνο από ανάγκη αλλά κι από κέρδος ή από εκδίκηση.
Τα ζώα έχουν τον δικό τους πολιτισμό και πολιτισμό μας μαθαίνουν
αν είναι τα ιστία της ψυχής και του μυαλού μας στην ανοιχτή θάλασσα
της πραγματικότητας…
Πχ. διακριτικά και γενναία, τόσο διακριτικά και γενναία ώστε
(σε αντίθεση με τους υστερικούς εμάς) όταν νιώσουν πως έφτασε η ώρα
του θανάτου τους πάνε και κρύβονται να τον συναντήσουν μόνα,
«κοίταξαν» όπως γράφτηκε για την γάτα, «από το μικρό ύψος τους τις εξουσίες
στα μάτια κι αγαπήθηκαν τρελά από καλλιτέχνες και παρίες
ή από αρχαίους λαούς που θα ήθελαν να ‘ναι όπως αυτή μπροστά στον μονάρχη».
Εξόριστα να ψάχνουν στα σκουπίδια του κυνικού πολιτισμού μας στις μέρες μας,
υποχείριο στην μπότα, στην ρόδα στη φόλα και στο βλέμμα κάθε ηλίθιου
που θαρρεί πως είναι δικαίωμα του να δυναστεύει τον πλανήτη……
Τώρα που οι φόλες θα θεωρηθούν φτηνότερες από προγράμματα αντιλυσικού
εμβολιασμού και στειρώσεων νέες κατακόμβες, ακαταμέτρητες από τις επίσημες
ιστορίες του πλανήτη αφού τους λείπει η γραπτή γλώσσα, θα συμβούν.
Ανάμεσα σε όλον αυτόν τον ορυμαγδό οι μετέχοντες στο φιλοζωικό κίνημα,
κάποιοι/ες μεταφέροντας τις υστερίες, τις ιδεοληψίες, και τις σεπαρατίστικες
ιδεολογίες των ανθρώπων κι εκεί δυστυχώς, αφού είναι απλώς ιδιοκτήτες ζώων
(κατά κανόνα «ακριβών»…) ή σπισιστές, αγαπώντας μονάχα ένα είδος,
ή ακόμη και μισάνθρωποι, αφού δεν μπορούν ν αποδεχτούν αυτό που είμαστε
πραγματικά και να παλέψουν να το καλυτερέψουν…
Κι όμως! Ανάμεσα τους και οι φιλόζωοι που κατανοούν πως είτε με δυο πόδια
είτε με τέσσερα σε πλησιάσει το άλλο πλάσμα, σου θέτει την ίδια ερώτηση
«τι είδους άνθρωπος είσαι; Σε τι κόσμο θέλεις τα παιδιά του κόσμου να ζήσουν;»
(Και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως τα ίδια πάνω κάτω υγειονομικού τύπου
επιχειρήματα χρησιμοποιούν οι αποκαθαρμένοι εναντίον των διαφορετικών
και των «άπλυτων», ανθρώπων και ζώων… αλήθεια αποκαθαρμένοι βρωμιάρηδες;)
Ανάμεσα σε όλον αυτόν τον ορυμαγδό άνθρωποι που ταΐζουν με μπιμπερό
παρατημένα πλάσματα αυτήν την εποχή κι ας τους δυσκολεύει,
σε ένα ταξίδι ψυχής, που σιτίζουν αδέσποτα επεκτείνοντας κι εκεί στα πιο αθώα
την έννοια της αλληλεγγύης κι ας τους στραγγίζει.
Γιατί οι γνήσιοι φιλόζωοι τιμούν μέσα από τα ζώα την Ζωή.
Κι έτσι η ανθρωπότητα δεν θα ξεμπερδέψει εύκολα (όσο κι αν το προσπαθεί)
από τους εναπομείναντες συγκατοίκους της…
Κάθε 4 Απρίλη λοιπόν, Παγκόσμια Ημέρα των Αδέσποτων,
τον θυμάμαι τον παππού.
Θυμάμαι αυτό που αντιπροσώπευε.
Μπορεί να μην ήταν «εθνικός ήρωας» του ποντιακού ελληνισμού
όπως ο «Ιστιλίν» ο άλλος μου παππούς, αλλά ήταν ο ήρωας μου…
ΥΓ. Στη Μερλίνα μου, την υπέροχη Λύκο-σκυλίτσα μου που μου φωλιάσανε,
αυτήν που μου μαθε επίσης πολιτισμό, στις γατούλες μου που ‘πάθαν το ίδιο,
αυτές που μου ‘μαθαν να τις σέβομαι και να σέβομαι
λιγάκι περισσότερο κι εμένα… Έφυγαν δίχως να πάρουν πίσω τ’ όνομά τους…
Της Ελένης Καρασαββίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου