Ο δ’ υἱός, ὃν Ἀθηναῖον ἐπεποήμεθα,
ἤρα φαγεῖν ἀλλᾶντας ἐξ Ἀπατουρίων,
καὶ τὸν πατέρ’ ἠντεβόλει
βοηθεῖν τῇ πάτρᾳ.
(Αριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, 146)
Ασφαλώς είναι γνωστό ότι ενώ η αλλαντοποιία ξεκίνησε
από την αρχαία Ελλάδα, εντούτοις η τέχνη της αλλαντοποιίας
διαδόθηκε από τους Ρωμαίους σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Το ἀλλᾶς, -ᾶντος, το λουκάνικο στα αρχαία ελληνικά – όπως είδαμε
και στον προλογικό στίχο – το μνημονεύει
και ο Αριστοφάνης στους «Αχαρνής» του.
«Πού ’ν’ τα χρόνια που ξηγιόμαστε αλάνικα
και που σέρναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα»
Περίπου το 1948 – 1949 ο Νίκος Γούναρης με τον Τώνη Μαρούδα,
αγαπημένοι τραγουδιστές της εποχής εκείνης, έλεγαν ένα τραγούδι
για την «Όμορφη Αθήνα» που κατέληγε στο γνωστό δίστιχο
το οποίο παρέμεινε μέχρι σήμερα στη γλώσσα μας
ως δηλωτικό μεγάλης ευημερίας.
Το δίστιχο μιλάει για τα χρόνια που είχαμε τόσα χρήματα ώστε
να μην πεινάνε ούτε τα σκυλιά μας.
Κι αν αναλογιστεί κανείς πως το τραγούδι αυτό έγινε σουξέ
σε μια Ελλάδα που μόλις έβγαινε από τον πόλεμο και την αιματηρή
συνέχειά του, θα αναρωτηθεί από πού μπορεί να πήγαζε
εκείνη η εικόνα της αφθονίας και των χορτάτων σκύλων.
Όμως, όπως έλεγαν τότε, αυτή η φράση αναφερόταν
στη χιουμοριστική βιτρίνα ενός από τα ελάχιστα μεγαλομπακάλικα
της μεταπολεμικής Αθήνας, του «Θανόπουλου»,
στα Χαυτεία –Αιόλου και Σταδίου–, όπου είχαν στήσει
έναν λούτρινο σκύλο, δεμένο από τον λαιμό του
με ψεύτικα λουκάνικα, αντί για λουρί και κολάρο.
Τότε, που οι άνθρωποι δυσκολεύονταν ακόμη να τα βγάλουν πέρα,
τα λουκάνικα είχαν περίοπτη θέση στη διατροφή τους,
καθώς θεωρούνταν το κατεξοχήν υποκατάστατο του κρέατος,
το οποίο δεν ήταν οικονομικά προσβάσιμο για όλο τον κόσμο.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ακόμη οι μεγάλες
αλλαντοβιομηχανίες ή οι υπεραγορές κρεάτων και ο μόνος τρόπος
να προμηθευτείς λουκάνικα ήταν να αποταθείς στον κρεοπώλη σου,
σε περίπτωση που έφτιαχνε δικά του ή αν έχεις συγγενείς
σε κάποιο χωριό να ζητήσεις να σου τα στείλουν πεσκέσι,
μετά τα χοιροσφάγια τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου